Ανδρέας Καστάνης
Αν. Καθηγητής
Στρατιωτικής Ιστορίας
Γαλάτεια Καρακωσταντή
«Συναντήσαμε εις Κοπάνους το εσπέρας της 19/2/43
τον Πυρομάγλου, μιλήσαμε γενικά, μας εξιστόρησε τα κατορθώματα των ομάδων των
Ανταρτών ΕΔΕΣ της περιοχής Τζουμέρκων (και ιδιαιτέρως αν θυμούμαι την επιτυχίαν
της ομάδος του Οπλαρχηγού Καραμπίνα, εις το κλειδί που ηνάγκασε με εικοσάδα
περίπου ανδρών να συνθηκολογήση ολόκληρο Ιταλικόν Τάγμαν και να υποχρεωθη να
επιστρέψη εις Άρταν και να μη εκτελέσει την ανατεθείσαν αποστολήν του)».
(Έκθεση του λοχαγού Πυροβολικού Μπαλτογιάννης
Βασίλειος ΕΟΕΑ (ΕΔΕΣ) για την περίοδο Δεκέμβριος 1942 μέχρι και Φεβρουάριος
1943)
Σκοπός της παρούσης εργασίας
είναι να αναδειχθούν οι συνθήκες της ιταλικής κατοχής στην Ελλάδα την περίοδο
1941-1943. Ερωτήματα που θα επιχειρηθεί να απαντηθούν είναι: οι πολιτικές
επιδιώξεις των ιταλικών δυνάμεων κατοχής και αν
η ιταλική κατοχή υπήρξε λιγότερο επαχθής από τη γερμανική.
Μπροστά στην ταχεία προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων, η στρατιωτική
ηγεσία των ελληνικών δυνάμεων της Ηπείρου (Γεώργιος Τσολάκογλου) συνθηκολόγησε.
Αρχικά στις 20 Απριλίου 1941 υπογράφηκε πρωτόκολλο ανακωχής, σύμφωνα με το
οποίο θα τερματιζόταν οι εχθροπραξίες μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας.
Στο διάστημα αυτό, οι Ιταλοί απείλησαν ότι δεν θα σταματούσαν τις εχθροπραξίες, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να πιέσουν τον Τσολάκογλου να δεχθεί την τροποποίηση των όρων του πρωτοκόλλου.
Η ελληνική πλευρά απέστειλε κήρυκες και η ιταλική διοίκηση δέχθηκε την «άνευ όρων παράδοσιν των Ελληνικών εν Ηπείρω Δυνάμεων ως αύτη προσεφέρθη εις την Γερμανικήν Διοίκησιν και υπο τας ιδίας συνθήκας, υφ άς η Ελληνική Διοίκησις προσέφερε ταύτας εις την Γερμανικήν Διοίκησιν».[1] Το τελικό κείμενο συνθηκολόγησης (Σύμβαση Συνθηκολόγησης) υπεγράφη στις 23 Απριλίου 1941. Το άρθρο ένα της προαναφερεθείσας συνθηκολόγησης ανέφερε : «Η Ανωτάτη Γερμανική και Ιταλική Διοίκησις αποδέχονται την τοιαύτην άνευ όρων παράδοσιν της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας».[2] Μετά από την υπογραφή αυτής της Σύμβασης, οι Ιταλοί αναδείχθηκαν, ελέω Γερμανίας, νικητές[3]. Ανάμεσα των ελληνικών και ιταλικών δυνάμεων όφειλαν να παρεμβληθούν οι γερμανικές.[4]
Στο διάστημα αυτό, οι Ιταλοί απείλησαν ότι δεν θα σταματούσαν τις εχθροπραξίες, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να πιέσουν τον Τσολάκογλου να δεχθεί την τροποποίηση των όρων του πρωτοκόλλου.
Η ελληνική πλευρά απέστειλε κήρυκες και η ιταλική διοίκηση δέχθηκε την «άνευ όρων παράδοσιν των Ελληνικών εν Ηπείρω Δυνάμεων ως αύτη προσεφέρθη εις την Γερμανικήν Διοίκησιν και υπο τας ιδίας συνθήκας, υφ άς η Ελληνική Διοίκησις προσέφερε ταύτας εις την Γερμανικήν Διοίκησιν».[1] Το τελικό κείμενο συνθηκολόγησης (Σύμβαση Συνθηκολόγησης) υπεγράφη στις 23 Απριλίου 1941. Το άρθρο ένα της προαναφερεθείσας συνθηκολόγησης ανέφερε : «Η Ανωτάτη Γερμανική και Ιταλική Διοίκησις αποδέχονται την τοιαύτην άνευ όρων παράδοσιν της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας».[2] Μετά από την υπογραφή αυτής της Σύμβασης, οι Ιταλοί αναδείχθηκαν, ελέω Γερμανίας, νικητές[3]. Ανάμεσα των ελληνικών και ιταλικών δυνάμεων όφειλαν να παρεμβληθούν οι γερμανικές.[4]
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η χώρα μοιράσθηκε ανάμεσα στους Γερμανούς,
τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους. Στις ιταλικές δυνάμεις δόθηκε το 70% της
ελληνικής επικράτειας. Συγκεκριμένα οι ιταλοκρατούμενες περιοχές ήταν: Τμήμα
της Δυτικής Μακεδονίας, Ήπειρος, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος,
Κυκλάδες, Σποράδες, Σάμος, Ικαρία, τμήμα της ανατολικής
Κρήτης και τα Επτάνησα.[5]
Η Αττική, εκτός από ορισμένους θύλακες, δόθηκε στους Ιταλούς[6]. Οι προαναφερθείσες περιοχές βρίσκονταν υπό την κατοχή της 11ης Στρατιάς με έδρα την Αθήνα, επικεφαλής της οποίας ήταν ο στρατηγός Carlo Geloso. Στη Στρατιά υπάγονταν τρία σώματα στρατού με έδρες τα Ιωάννινα, ο Βόλος και το Ξυλόκαστρο αντίστοιχα.[7] Σύμφωνα με τις διαταγές του Βερολίνου, οι Ιταλοί είχαν το προβάδισμα όσον αφορά στα συμφέροντα του Άξονα.
Οι Γερμανοί δεν θα επενέβαιναν σε ζητήματα διοίκησης και δεν θα μεσολαβούσαν σε διαφορές ανάμεσα σε Έλληνες και Ιταλούς. Στο μοναδικό σημείο που επέμενε το Βερολίνο ήταν το κατεχόμενο ελληνικό έδαφος θα υπαγόταν διοικητικά στην ελληνική «κυβέρνηση», με μοναδική εξαίρεση στις Ιονίους Νήσους.[8]
Κρήτης και τα Επτάνησα.[5]
Η Αττική, εκτός από ορισμένους θύλακες, δόθηκε στους Ιταλούς[6]. Οι προαναφερθείσες περιοχές βρίσκονταν υπό την κατοχή της 11ης Στρατιάς με έδρα την Αθήνα, επικεφαλής της οποίας ήταν ο στρατηγός Carlo Geloso. Στη Στρατιά υπάγονταν τρία σώματα στρατού με έδρες τα Ιωάννινα, ο Βόλος και το Ξυλόκαστρο αντίστοιχα.[7] Σύμφωνα με τις διαταγές του Βερολίνου, οι Ιταλοί είχαν το προβάδισμα όσον αφορά στα συμφέροντα του Άξονα.
Οι Γερμανοί δεν θα επενέβαιναν σε ζητήματα διοίκησης και δεν θα μεσολαβούσαν σε διαφορές ανάμεσα σε Έλληνες και Ιταλούς. Στο μοναδικό σημείο που επέμενε το Βερολίνο ήταν το κατεχόμενο ελληνικό έδαφος θα υπαγόταν διοικητικά στην ελληνική «κυβέρνηση», με μοναδική εξαίρεση στις Ιονίους Νήσους.[8]
Στα Επτάνησα οι Ιταλοί
ακολούθησαν μια πιο ασφυκτική πολιτική σε σχέση με τις υπόλοιπες
ιταλοκρατούμενες περιοχές, η οποία είχε στόχο την προσάρτηση τους.
Αμέσως μετά την κατάληψη των νησιών του Ιονίου, οι Ιταλοί εγκατέστησαν δική τους πολιτική διοίκηση και διακήρυξαν ότι δεν επρόκειτο για προσωρινή κατοχή, αλλά για προσάρτηση που θα γινόταν μετά τη λήξη του πολέμου. Για να πραγματοποιήσουν τα σχέδια τους έθεσαν σε εφαρμογή μια σειρά πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών μέτρων. Η όλη διοίκηση των Ιονίων νήσων υπήχθη στο ιδρυθέν Κεντρικό Γραφείο Πολιτικών Υποθέσεων με έδρα την Κέρκυρα και με υποδιοικήσεις σε κάθε νησί. Ο επικεφαλής του Γραφείου (Pierto Parini[9]) υπαγόταν απευθείας στο ιταλικό υπουργείο εξωτερικών.
Τα διατάγματα που εκδόθηκαν είχαν τον χαρακτήρα αναγκαστικού νόμου. Η ιταλική πολιτική αρχή απαγόρευσε κάθε επικοινωνία των Επτανήσων με την ηπειρωτική Ελλάδα. Εφάρμοσε τη στρατηγική της αποκοπής των κατοίκων από τον ηπειρωτικό κορμό της χώρας, ενώ ταυτόχρονα επενέβαιναν σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης. Στον οικονομικό τομέα επέβαλαν τη λειτουργία υποκαταστημάτων διαφόρων ιταλικών τραπεζών, με σκοπό τη δημιουργία μιας ελεγχόμενης οικονομίας με πλήρη εξάρτηση από την Ιταλία.[10]
Στις 20 Απριλίου 1942 εισήγαγαν την «Ιονική Δραχμή» ίση σε αξία με την ελληνική δραχμή. Ήταν πασιφανές ότι με το μέτρο αυτό επιδίωκαν να φέρουν τις ελληνικές τράπεζες της Επτανήσου σε μέγιστη ταμειακή δυσχέρεια και παράλληλα οδηγούσαν την οικονομική και πολιτική εξάρτηση της περιοχής στην αγκαλιά της Ιταλίας. Άσκησαν την προπαγάνδα τους μέσω της εκπαίδευσης, του τύπου, των πολιτιστικών εκδηλώσεων και της οργάνωσης τμημάτων κοινωνικής πρόνοιας και υγιεινής.
Φρόντιζαν για την εξάρθρωση της ελληνικής παιδείας και την αντικατάσταση της με τα εκπαιδευτικά πρότυπα της χώρας τους. Παράλληλα εισήχθη η αναγκαστική εκμάθηση της ιταλικής γλώσσας.[11] Επιχείρησαν να διαβρώσουν τον τύπο, ο οποίος συνοδευόταν από νέα ιταλόφωνα ή δίγλωσσα έντυπα. Για να νομιμοποιήσουν την παρουσία τους πρόβαλλαν ως κληρονόμοι της Βενετίας, οι οποίοι προσπαθούσαν να εμφανίσουν τους αντιδρώντες κατοίκους ως επηρεασμένους από την ανατολική νοοτροπία.[12]
Οι ιταλικές φιλοδοξίες για την προσάρτηση των Επτανήσων έληξε το 1943 με ένα ιδιαίτερα επώδυνο τρόπο για τους Ιταλούς. Το Σεπτέμβριο του 1943, με την πτώση του φασιστικού καθεστώτος, στην Κεφαλλονιά έλαβε χώρα σύγκρουση των δύο κατοχικών στρατευμάτων (ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις). Οι ιταλικές δυνάμεις, οι οποίες δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο συγκρούσθηκαν με τους Γερμανούς, όπου επικράτησαν οι τελευταίοι. Επακολούθησε η σφαγή των ανδρών της μεραρχίας Acqui.[13]
Αμέσως μετά την κατάληψη των νησιών του Ιονίου, οι Ιταλοί εγκατέστησαν δική τους πολιτική διοίκηση και διακήρυξαν ότι δεν επρόκειτο για προσωρινή κατοχή, αλλά για προσάρτηση που θα γινόταν μετά τη λήξη του πολέμου. Για να πραγματοποιήσουν τα σχέδια τους έθεσαν σε εφαρμογή μια σειρά πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών μέτρων. Η όλη διοίκηση των Ιονίων νήσων υπήχθη στο ιδρυθέν Κεντρικό Γραφείο Πολιτικών Υποθέσεων με έδρα την Κέρκυρα και με υποδιοικήσεις σε κάθε νησί. Ο επικεφαλής του Γραφείου (Pierto Parini[9]) υπαγόταν απευθείας στο ιταλικό υπουργείο εξωτερικών.
Τα διατάγματα που εκδόθηκαν είχαν τον χαρακτήρα αναγκαστικού νόμου. Η ιταλική πολιτική αρχή απαγόρευσε κάθε επικοινωνία των Επτανήσων με την ηπειρωτική Ελλάδα. Εφάρμοσε τη στρατηγική της αποκοπής των κατοίκων από τον ηπειρωτικό κορμό της χώρας, ενώ ταυτόχρονα επενέβαιναν σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης. Στον οικονομικό τομέα επέβαλαν τη λειτουργία υποκαταστημάτων διαφόρων ιταλικών τραπεζών, με σκοπό τη δημιουργία μιας ελεγχόμενης οικονομίας με πλήρη εξάρτηση από την Ιταλία.[10]
Στις 20 Απριλίου 1942 εισήγαγαν την «Ιονική Δραχμή» ίση σε αξία με την ελληνική δραχμή. Ήταν πασιφανές ότι με το μέτρο αυτό επιδίωκαν να φέρουν τις ελληνικές τράπεζες της Επτανήσου σε μέγιστη ταμειακή δυσχέρεια και παράλληλα οδηγούσαν την οικονομική και πολιτική εξάρτηση της περιοχής στην αγκαλιά της Ιταλίας. Άσκησαν την προπαγάνδα τους μέσω της εκπαίδευσης, του τύπου, των πολιτιστικών εκδηλώσεων και της οργάνωσης τμημάτων κοινωνικής πρόνοιας και υγιεινής.
Φρόντιζαν για την εξάρθρωση της ελληνικής παιδείας και την αντικατάσταση της με τα εκπαιδευτικά πρότυπα της χώρας τους. Παράλληλα εισήχθη η αναγκαστική εκμάθηση της ιταλικής γλώσσας.[11] Επιχείρησαν να διαβρώσουν τον τύπο, ο οποίος συνοδευόταν από νέα ιταλόφωνα ή δίγλωσσα έντυπα. Για να νομιμοποιήσουν την παρουσία τους πρόβαλλαν ως κληρονόμοι της Βενετίας, οι οποίοι προσπαθούσαν να εμφανίσουν τους αντιδρώντες κατοίκους ως επηρεασμένους από την ανατολική νοοτροπία.[12]
Οι ιταλικές φιλοδοξίες για την προσάρτηση των Επτανήσων έληξε το 1943 με ένα ιδιαίτερα επώδυνο τρόπο για τους Ιταλούς. Το Σεπτέμβριο του 1943, με την πτώση του φασιστικού καθεστώτος, στην Κεφαλλονιά έλαβε χώρα σύγκρουση των δύο κατοχικών στρατευμάτων (ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις). Οι ιταλικές δυνάμεις, οι οποίες δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο συγκρούσθηκαν με τους Γερμανούς, όπου επικράτησαν οι τελευταίοι. Επακολούθησε η σφαγή των ανδρών της μεραρχίας Acqui.[13]
Οι Ιταλοί δεν αρκέσθηκαν να προσαρτήσουν μόνο τα Επτάνησα, αλλά αξίωσαν
να ενσωματώσουν ένα μεγάλο τμήμα της ΒΔ Μακεδονίας. Το γερμανικό υπουργείο
Εξωτερικών[14]
απέρριψε με εύσχημο τρόπο τις ιταλικές απαιτήσεις, επειδή αποσκοπούσε να μην
προκαλέσει βίαιες αντιδράσεις των Ελλήνων και να εξασφαλίσει την υποδειγματική
σύμπραξη των εταίρων[15]
της υπό το δέλεαρ της εδαφικής ανταμοιβής.
Για να παρακάμψουν τις αντιρρήσεις των Γερμανών προσπάθησαν να βοηθήσουν
στην αυτονόμηση μεγάλων τμημάτων της ΒΔ Μακεδονίας, με ανθρώπους συνδεδεμένους μαζί τους. Συγκεκριμένα
στην περιοχή της οροσειράς της Πίνδου, στον Όλυμπο, στο Βέρμιο και σε άλλες
πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας κατοικούσαν οι Κουτσοβλάχοι[16],
για τους οποίους η Ρουμανία υποστήριξε
ότι ήταν Ρουμάνοι που ήρθαν στην Ελλάδα για να αποφύγουν τις βαρβαρικές
επιδρομές. Το κλίμα επιβαρύνθηκε, όταν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου η Ιταλία υποστήριξε ότι οι Κουτσοβλάχοι ήταν λατινικής καταγωγής. Περί
το 1917 εμφανίσθηκε στην περιοχή ο ρουμανοδιδάσκαλος Αλκιβιάδης Διαμάντης, ο
οποίος προωθούσε την ρουμανική και ιταλική προπαγάνδα. Πυρήνας αυτής της
κίνησης ήταν η Βωβούσα και σε συνεργασία με τους Ιταλούς επεδίωκαν την
αυτονόμηση της περιοχής.
Το 1918 η κίνηση αυτή ανακήρυξε στην Κορυτσά τη «δημοκρατία της Πίνδου», η οποία θα αποτελούσε ένα ιταλορουμανικό κράτος. Η «δημοκρατία» αυτή διήρκησε μόνο μια ημέρα. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η περιοχή των Κουτσοβλάχων εντάχθηκε στην ιταλική ζώνη κατοχής, με αποτέλεσμα να το εκμεταλλευθούν ορισμένοι κάτοικοι συνδεδεμένοι με την ιταλική προπαγάνδα. Οι ιταλικές αρχές κατοχής ενίσχυσαν το βλαχικό αυτονομιστικό κίνημα με επικεφαλής τον Διαμάντη[17], ο οποίος προσπάθησε να διεκδικήσει τον τίτλο του ηγέτη των Κουτσοβλάχων.
Το 1918 η κίνηση αυτή ανακήρυξε στην Κορυτσά τη «δημοκρατία της Πίνδου», η οποία θα αποτελούσε ένα ιταλορουμανικό κράτος. Η «δημοκρατία» αυτή διήρκησε μόνο μια ημέρα. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η περιοχή των Κουτσοβλάχων εντάχθηκε στην ιταλική ζώνη κατοχής, με αποτέλεσμα να το εκμεταλλευθούν ορισμένοι κάτοικοι συνδεδεμένοι με την ιταλική προπαγάνδα. Οι ιταλικές αρχές κατοχής ενίσχυσαν το βλαχικό αυτονομιστικό κίνημα με επικεφαλής τον Διαμάντη[17], ο οποίος προσπάθησε να διεκδικήσει τον τίτλο του ηγέτη των Κουτσοβλάχων.
Η δράση του ίδιου και των συνεργατών του κινήθηκε σε τρεις κατευθύνσεις.
Με βάση την πρώτη προσπάθησαν να πείσουν τους Κουτσοβλάχους ότι το ελληνικό
κράτος κατέρρευσε και δεν μπορούσε κανείς να τους αντισταθεί. Έκλεισε τα
ελληνικά σχολεία, απειλούσε τους Κουτσοβλάχους με ελληνική συνείδηση και
προέβαινε σε δημόσιους εξευτελισμούς των δημοσίων οργάνων. Υποχρέωσε όλους τους
κατοίκους να ομιλούν την τοπική διάλεκτο και φρόντιζε να διαφθείρει τις
συνειδήσεις με τη μέθοδο της παροχής τροφίμων.
Ο Διαμάντης με τους συνεργάτες του προχώρησε στην αντικατάσταση όλων των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης με ομοϊδεάτες του. Ο «πρωθυπουργός» Τσολάκογλου θεωρούσε τη δημιουργηθείσα κατάσταση επικίνδυνη και απευθυνόμενος προς τον νομάρχη Κοζάνης δίνει οδηγίες περί του τρόπου αντιμετώπισης των Κουστοβλάχων με «Ρωμαϊκήν συνείδησιν».[18]
Ο Διαμάντης με τους συνεργάτες του προχώρησε στην αντικατάσταση όλων των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης με ομοϊδεάτες του. Ο «πρωθυπουργός» Τσολάκογλου θεωρούσε τη δημιουργηθείσα κατάσταση επικίνδυνη και απευθυνόμενος προς τον νομάρχη Κοζάνης δίνει οδηγίες περί του τρόπου αντιμετώπισης των Κουστοβλάχων με «Ρωμαϊκήν συνείδησιν».[18]
Η δεύτερη κατεύθυνση αποτελούσε το όραμα του Διαμάντη[19] να δημιουργήσει αυτόνομο «πριγκιπάτο της Πίνδου» με επικεφαλής τον ίδιο υπό την ιταλική προστασία. Το «πριγκιπάτο» αποτελούνταν από τμήματα της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Δυτικής Μακεδονίας. Η πλειονότητα των Κουτσοβλάχων ελάχιστα εντυπωσιάσθηκε από αυτή την κίνηση. Οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες του Διαμάντη, προκειμένου να ελέγξουν τις ορεινές διαβάσεις της Πίνδου.
Οι ιταλικές αρχές κατοχής (οι διοικητές των μεραρχιών Forli και Pinerolo[20]) προσπάθησαν να στρατολογήσουν αφοσιωμένα
πρόσωπα, προκειμένου να αφοπλίσουν τους κατοίκους της υπαίθρου των περιοχών
Γρεβενών, Ελασσόνας και Θεσσαλίας. Για την υλοποίηση αυτής της προσπάθειας τους
απευθήθηκαν στον Διαμάντη, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να εξυπηρετήσει τους
Ιταλούς. Με αυτή την αφορμή οι συνεργάτες του Διαμάντη έθεσαν σε εφαρμογή την
τρίτη κατεύθυνση, με την οποία αποκτούσαν ένα ένοπλο σώμα την «Ρωμαϊκή Λεγεώνα».
Το σώμα αυτό επανδρώθηκε με τη στρατολόγηση Κουτσοβλάχων με τη βία και με την ιταλική
ενίσχυση. Σκοπός του Διαμάντη ήταν να θέσει υπό τον έλεγχό του τη διακίνηση των
αγροτικών προϊόντων.
Σαν πυρήνας αυτής της «Λεγεώνας» χρησιμοποιήθηκαν κακοποιά στοιχεία που λυμαίνονταν τον θεσσαλικό κάμπο. Κατόρθωσαν να στρατολογήσουν περί τους 2.000 ανυπόληπτους πολίτες. Επικεφαλής τέθηκε ο ληστής Ραμποτίκα, ο οποίος με θηριωδίες τυραννούσε τον ελληνικό πληθυσμό. Οι κάτοικοι εκβιάζονταν και προσέφεραν σημαντικές παροχές. Τις ένοπλες ομάδες συνόδευε πολλές φορές Ιταλός υπαξιωματικός για να επισημοποιείται η δράση τους. Για την επικρατούσα κατάσταση η κατοχική κυβέρνηση του Τσολάκογλου προέβη σε έντονα διαβήματα στους Ιταλούς. Τελικά η «Λεγεώνα» διαλύθηκε τον καλοκαίρι του 1943, ύστερα από την πίεση των ανδρών της ελληνικής αντίστασης.[21]
Σαν πυρήνας αυτής της «Λεγεώνας» χρησιμοποιήθηκαν κακοποιά στοιχεία που λυμαίνονταν τον θεσσαλικό κάμπο. Κατόρθωσαν να στρατολογήσουν περί τους 2.000 ανυπόληπτους πολίτες. Επικεφαλής τέθηκε ο ληστής Ραμποτίκα, ο οποίος με θηριωδίες τυραννούσε τον ελληνικό πληθυσμό. Οι κάτοικοι εκβιάζονταν και προσέφεραν σημαντικές παροχές. Τις ένοπλες ομάδες συνόδευε πολλές φορές Ιταλός υπαξιωματικός για να επισημοποιείται η δράση τους. Για την επικρατούσα κατάσταση η κατοχική κυβέρνηση του Τσολάκογλου προέβη σε έντονα διαβήματα στους Ιταλούς. Τελικά η «Λεγεώνα» διαλύθηκε τον καλοκαίρι του 1943, ύστερα από την πίεση των ανδρών της ελληνικής αντίστασης.[21]
Μετά την απελευθέρωση οι προαναφερθέντες ρουμανίζοντες Κουστοβλάχοι
υποστηρικτές του Διαμάντη αποτέλεσαν τον μεγαλύτερο αριθμό των κατηγορουμένων
στις δίκες των δοσιλόγων. Στο Ειδικό
Δικαστήριο της Θεσσαλονίκης καταδικάσθηκαν πρώην κάτοικοι της περιφέρειας των
Γρεβενών, επειδή συνεργάσθηκαν με τον Διαμάντη και τους Ιταλούς, επιδιώκοντας
την ίδρυση αυτόνομου κρατιδίου. Γενικά οι συνεργάτες των Ιταλών ήταν οι
λιγότεροι σε σχέση τους δοσίλογους των Γερμανών και Βουλγάρων.[22]
Οι Ιταλοί, παρά την κατοχή του μεγαλύτερου ελληνικού εδάφους από τις ιταλικές
δυνάμεις κατοχής, επέδειξαν απροθυμία στην επιβολή της δημόσιας τάξης, την
οποία είχαν αναθέσει στην ελληνική χωροφυλακή και σε μονάδες ασφαλείας της
Ιταλίας (καραμπινιέρους και τελωνοφύλακες). Η κατάσταση άρχισε να ανατρέπεται
περί τα μέσα του 1942 (οργανωτική απογείωση του ΕΑΜ), οπότε άρχισε να
παρατηρείται έντονη δραστηριότητα των κατοχικών αρχών (ιταλικών και
Τσολάκογλου), με σκοπό να επιβάλουν την τάξη στην ύπαιθρο. Σύντομα αυτή η
μέθοδος αστυνόμευσης απέτυχε, με αποτέλεσμα οι Ιταλοί να ενεργοποιήσουν τις
στρατιωτικές δυνάμεις τους. Περιστασιακά εκτελούσαν επιχειρήσεις, με τις οποίες
λεηλατούσαν και πυρπολούσαν ελληνικά χωριά. Οι ενέργειες τους αυτές δεν είχαν
κάποιο κεντρικό σχεδιασμό, με συνέπεια να ήταν αναποτελεσματικές.
Με το πλιάτσικο των Ιταλών και με τις αυθαίρετες εκτελέσεις αμάχων ως αντίποινα ουσιαστικά έσπρωχναν μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού να ενταχθούν στην αντίσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το τίμημα που πλήρωσαν τα χωριά Δομένικου[23] (Ελασσόνας) και Μυλόγουστα (Τυρνάβου). Στις 11-12 Φεβρουαρίου 1943 διεξήχθη σφοδρή μάχη στο χωριό Οξύνεια (περιοχή Χασίων) ανάμεσα σε τμήματα του ΕΛΑΣ Δυτικής Θεσσαλίας και μιας ιταλικής διλοχίας. Στη μάχη επικράτησαν οι ελληνικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα η ιταλική πλευρά να έχει απώλειες 300 άνδρες νεκρούς, 120 τραυματίες και 147 αιχμαλώτους. Όλος ο οπλισμός περιήλθε στα χέρια του ΕΛΑΣ. Σε αντίποινα αυτής της ήττας μια ιταλική μηχανοκίνητη φάλαγγα με 500 άνδρες και με την υποστήριξη δύο αεροσκαφών κύκλωσε το χωριό Δομένικο, χωρίς οι κάτοικοι του χωριού να δώσουν την παραμικρή αφορμή.
Οι Ιταλοί αφού πρώτα λεηλάτησαν τους χωρικούς εκτέλεσαν 117 άνδρες. Κατά την πορεία τους οι Ιταλοί φασίστες εκτέλεσαν άλλους 50 στο χωριό Μυλόγουστα, καίγοντας 80 σπίτια. Η θηριωδία αυτή των Ιταλών[24] προκάλεσε αγανάκτηση σε ολόκληρη την Ελλάδα, με συνέπεια να αυξηθούν ραγδαία οι κατατάξεις στην Εθνική Αντίσταση.[25]
Με το πλιάτσικο των Ιταλών και με τις αυθαίρετες εκτελέσεις αμάχων ως αντίποινα ουσιαστικά έσπρωχναν μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού να ενταχθούν στην αντίσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το τίμημα που πλήρωσαν τα χωριά Δομένικου[23] (Ελασσόνας) και Μυλόγουστα (Τυρνάβου). Στις 11-12 Φεβρουαρίου 1943 διεξήχθη σφοδρή μάχη στο χωριό Οξύνεια (περιοχή Χασίων) ανάμεσα σε τμήματα του ΕΛΑΣ Δυτικής Θεσσαλίας και μιας ιταλικής διλοχίας. Στη μάχη επικράτησαν οι ελληνικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα η ιταλική πλευρά να έχει απώλειες 300 άνδρες νεκρούς, 120 τραυματίες και 147 αιχμαλώτους. Όλος ο οπλισμός περιήλθε στα χέρια του ΕΛΑΣ. Σε αντίποινα αυτής της ήττας μια ιταλική μηχανοκίνητη φάλαγγα με 500 άνδρες και με την υποστήριξη δύο αεροσκαφών κύκλωσε το χωριό Δομένικο, χωρίς οι κάτοικοι του χωριού να δώσουν την παραμικρή αφορμή.
Οι Ιταλοί αφού πρώτα λεηλάτησαν τους χωρικούς εκτέλεσαν 117 άνδρες. Κατά την πορεία τους οι Ιταλοί φασίστες εκτέλεσαν άλλους 50 στο χωριό Μυλόγουστα, καίγοντας 80 σπίτια. Η θηριωδία αυτή των Ιταλών[24] προκάλεσε αγανάκτηση σε ολόκληρη την Ελλάδα, με συνέπεια να αυξηθούν ραγδαία οι κατατάξεις στην Εθνική Αντίσταση.[25]
Οι Γερμανοί θεωρούσαν ότι οι
Ιταλοί καταδίωκαν τους αντάρτες με λίγες δυνάμεις, χωρίς τον κατάλληλο
σχεδιασμό της επιχείρησης. Η κατάσταση των ιταλικών δυνάμεων κατοχής
επιδεινώθηκε πολύ με το ξέσπασμα οικονομικών σκανδάλων που άγγιζε πολλούς
αξιωματούχους, ακόμη και τον στρατηγό Geloso, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Carlo Vecchiarelli. Μετά την ήττα που είχε υποστεί ο ιταλικός
στρατός στην Αλβανία, το ηθικό των ανδρών τους ήταν κλονισμένο, με αποτέλεσμα
πολλοί από αυτούς να εμφανίζουν κρούσματα χαλαρότητας και απειθαρχίας.
Οι ιταλικές δυνάμεις αποτελούσαν
συχνά στόχο των διάφορων αντάρτικων ομάδων. Οι επιθέσεις αυτές ενισχύθηκαν μετά
την άνδρωση των ελληνικών αντιστασιακών ομάδων (κυρίως μετά τα μέσα του 1942).
Σε ορισμένες περιπτώσεις διάφορα ιταλικά φυλάκια δέχονταν τις άμεσες επιθέσεις
ανδρών της ελληνικής αντίστασης, με αποτέλεσμα ο έλεγχος της ιταλοκρατούμενης
Ελλάδας να ήταν ιδιαίτερα επισφαλής. Μετά τον αφοπλισμό ενός ιταλικού τάγματος
στο Φαρδύκαμπο (Γρεβενά)[26]
οι ιταλικές δυνάμεις απέσυραν τις φρουρές τους από τις ορεινές περιοχές,
γεγονός το οποίο διευκόλυνε την ανάπτυξη της Εθνικής Αντίστασης. Μια άλλη
ενδεικτική περίπτωση της χαμηλής μαχητικής ικανότητας των ιταλικών μονάδων ήταν
η επίθεση μια ελληνικής αντάρτικης ομάδας στην περιοχή των Καλαβρύτων, τον Ιούλιο
1943, υπό αντισμήναρχο Μίχο που πέτυχε να διαλύσει μια ιταλική μονάδα και με τα
λάφυρα να εξοπλίσει τους άνδρες του.[27]
Μετά την πτώση του Μουσολίνι (25
Ιουνίου 1943) και τη σύναψη ανακωχής της Ιταλίας με τους συμμάχους, η είδηση έγινε
δεκτή από τον ιταλικό στρατό κατοχής στην Ελλάδα με αισθήματα ανακούφισης, αφού
οι πλειονότητα των Ιταλών στρατιωτών ήλπιζε στην επιστροφή στην πατρίδα τους. Ο
αρχηγός των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων (Carlo Vecchiarelli) τη νύκτα 8 προς 9 Σεπτεμβρίου άρχισε τις
διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς για την παράδοση της 11ης
Στρατιάς. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε συμφωνία, όπως η Στρατιά παραδώσει
το βαρύ οπλισμό της και οι αξιωματικοί και στρατιώτες θα κρατούσαν τον ατομικό
οπλισμό τους.
Οι Γερμανοί δεν τήρησαν την συμφωνία και προχώρησαν στον πλήρη αφοπλισμό των Ιταλών. Οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής ανέγραψαν ότι ολόκληρο ιταλικό σύνταγμα παραδόθηκε σε μια γερμανική περίπολο των πέντε ανδρών. Την περίοδο της συνθηκολόγησης, οι Αθηναίοι έγιναν μάρτυρες εξευτελισμού, ξυλοδαρμού και αφοπλισμού Ιταλών αξιωματικών ανεξαρτήτως βαθμού από απλούς Γερμανούς στρατιώτες.[28] Η τελεία πτώση του ηθικού των ιταλικών δυνάμεων φαίνεται από τους ρυθμούς αφοπλισμού τους. Για παράδειγμα στη Λάρισα, μέσα σε 24 ώρες, παραδόθηκαν 8.000 Ιταλοί σε 100 μεσήλικές της Βέρμαχτ, οι οποίοι βρισκόταν στην περιοχή. Οι Γερμανοί παρουσίασαν δύο επιλογές στους Ιταλούς είτε να συνεχίσουν τον πόλεμο υπό γερμανική διοίκηση, είτε να παραδοθούν και με τη βοήθεια τους να επέστεφαν στην Ιταλία.
Οι Γερμανοί δεν τήρησαν την συμφωνία και προχώρησαν στον πλήρη αφοπλισμό των Ιταλών. Οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής ανέγραψαν ότι ολόκληρο ιταλικό σύνταγμα παραδόθηκε σε μια γερμανική περίπολο των πέντε ανδρών. Την περίοδο της συνθηκολόγησης, οι Αθηναίοι έγιναν μάρτυρες εξευτελισμού, ξυλοδαρμού και αφοπλισμού Ιταλών αξιωματικών ανεξαρτήτως βαθμού από απλούς Γερμανούς στρατιώτες.[28] Η τελεία πτώση του ηθικού των ιταλικών δυνάμεων φαίνεται από τους ρυθμούς αφοπλισμού τους. Για παράδειγμα στη Λάρισα, μέσα σε 24 ώρες, παραδόθηκαν 8.000 Ιταλοί σε 100 μεσήλικές της Βέρμαχτ, οι οποίοι βρισκόταν στην περιοχή. Οι Γερμανοί παρουσίασαν δύο επιλογές στους Ιταλούς είτε να συνεχίσουν τον πόλεμο υπό γερμανική διοίκηση, είτε να παραδοθούν και με τη βοήθεια τους να επέστεφαν στην Ιταλία.
Μετά την πτώση του φασιστικού καθεστώτος, οι άνδρες των ιταλικών
δυνάμεων μπορούν να καταταχθούν σε τρεις κατηγορίες: στους πιστούς στον Άξονα,
στους απρόθυμους να βοηθήσουν και στους εχθρικούς. Μέχρι τα μέσα του Οκτωβρίου
1943 προσχώρησαν στους Γερμανούς 15.000 Ιταλοί στρατιώτες (περίπου το 6% των
συνολικών ιταλικών δυνάμεων κατοχής). Οι περισσότεροι από αυτούς αποτελούσαν
τους ιδεολογικά συγγενείς των ναζί «μελανοχίτωνες», οι οποίοι συγκροτήθηκαν σε τρία
τάγματα (πλαισιωμένοι από Γερμανούς) και σε ένα λόχο για τις ανάγκες φρούρησης του
στρατοπέδου του Χαϊδαρίου. Οι υπόλοιποι απλοί συνεργάτες ανέλαβαν κυρίως
τεχνικά καθήκοντα απελευθερώνοντας το ανάλογο γερμανικό προσωπικό. Η μάζα των
Ιταλών (περίπου 140.500) που ανήκε στους απρόθυμους μεταφέρθηκαν εκτός Ελλάδας
σε στρατόπεδα αιχμαλώτων. Η τρίτη κατηγορία, οι εχθρικοί προς τον Άξονα διώχτηκαν
ή εκτελέστηκαν σε μεγάλους αριθμούς. Με διαταγή του Χίτλερ εκτελεστήκαν στην Κω
και στην Κέρκυρα εκατοντάδες κυρίως βαθμοφόροι. Στην Κεφαλληνιά σφαγιάσθηκε η
ιταλική μεραρχία Acuqi,
επειδή αψήφησαν το γερμανικό τελεσίγραφο σχετικά με την παράδοση των όπλων
τους. Υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία περίπου τους 10.000 άνδρες που αποφάσισαν
να καταφύγουν στα βουνά, ενώ ένας αδιευκρίνιστος αριθμός περιπλανιόταν στην
ύπαιθρο απασχολούμενος περιστασιακά με αγροτικές εργασίες. Στις περιοχές όπου
δεν υπήρχαν Γερμανοί οι άνδρες των ιταλικών δυνάμεων πουλούσαν τα πάντα. Οι
Γερμανοί προσπαθούσαν να προλάβουν, με αποτέλεσμα να τους κυνηγούν και να τους
δέρνουν, χωρίς όμως να περιορίζουν την κατάσταση που δημιουργήθηκε.
Στο «εμπόρευμα» των Ιταλών περιλαμβάνονταν πολεμοφόδια, καύσιμα, ζώα, πολιτικούς κρατουμένους, απόρρητα έγγραφα, όπλα μέχρι αυτοκίνητα.[29] Η Ελληνική Αντίσταση απέκτησε για πρώτη φορά βαρύ οπλισμό. Χαρακτηριστική είναι η προσχώρηση της ιταλικής μεραρχίας «Πινερόλο» (7.000 άνδρες) στο συμμαχικό στρατόπεδο, κλείνοντας συμφωνία με ελληνικές δυνάμεις της αντίστασης.[30] Η κατάσταση που επικράτησε στην Ελλάδα περιγράφεται στην ακόλουθη ανακοίνωση του αρχηγού του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ Στέφανου Σαράφη:
«Αι Ιταλικαί εν Ελλάδι δυνάμεις μετά την συνθηκολόγησιν της Ιταλίας, κατά το πλείστον ολιγωρήσασαι διά την εκτέλεσιν της εκ της συνθήκης υποχρεώσεώς των όπως παραδοθώσιν εις τα ανταρτικά εν Ελλάδι στρατεύματα και ταχθώσιν παρά ταύτα διά την από κοινού επίθεσιν κατά των Γερμανών αφωπλίσθησαν παρά των Γερμανών κατόπιν ελαφράς πιέσεως σπανιώτατα δε κατόπιν μικροσυμπλοκών. Οι αφοπλισθέντες αλλού ενεκλείσθησαν εις στρατόπεδα συγκεντρώσεως αλλού δε αφέθησαν ανυπόδητοι και ρακένδυτοι να περιέρχωνται την ύπαιθρον.[31]
Στο «εμπόρευμα» των Ιταλών περιλαμβάνονταν πολεμοφόδια, καύσιμα, ζώα, πολιτικούς κρατουμένους, απόρρητα έγγραφα, όπλα μέχρι αυτοκίνητα.[29] Η Ελληνική Αντίσταση απέκτησε για πρώτη φορά βαρύ οπλισμό. Χαρακτηριστική είναι η προσχώρηση της ιταλικής μεραρχίας «Πινερόλο» (7.000 άνδρες) στο συμμαχικό στρατόπεδο, κλείνοντας συμφωνία με ελληνικές δυνάμεις της αντίστασης.[30] Η κατάσταση που επικράτησε στην Ελλάδα περιγράφεται στην ακόλουθη ανακοίνωση του αρχηγού του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ Στέφανου Σαράφη:
«Αι Ιταλικαί εν Ελλάδι δυνάμεις μετά την συνθηκολόγησιν της Ιταλίας, κατά το πλείστον ολιγωρήσασαι διά την εκτέλεσιν της εκ της συνθήκης υποχρεώσεώς των όπως παραδοθώσιν εις τα ανταρτικά εν Ελλάδι στρατεύματα και ταχθώσιν παρά ταύτα διά την από κοινού επίθεσιν κατά των Γερμανών αφωπλίσθησαν παρά των Γερμανών κατόπιν ελαφράς πιέσεως σπανιώτατα δε κατόπιν μικροσυμπλοκών. Οι αφοπλισθέντες αλλού ενεκλείσθησαν εις στρατόπεδα συγκεντρώσεως αλλού δε αφέθησαν ανυπόδητοι και ρακένδυτοι να περιέρχωνται την ύπαιθρον.[31]
Μόνον της Μεραρχίας Πινερόλο
τα περισσότερα τμήματα κατόπιν δραστηριότητος εκ μέρους ημών εσώθησαν
συνθηκολογήσαντα………».[32]
Μετά τη λήξη του πολέμου καλλιεργήθηκε
από το ιταλικό κράτος ο μύθος του αθώου και «καλού Ιταλού». Η κυβέρνηση τους ποτέ
δεν δέχθηκε να εκδώσει τους εγκληματίες πολέμου, προκειμένου να δικαστούν. Το
1946 η λίστα των προσώπων που είχε εμπλακεί σε εγκλήματα πολέμου ανερχόταν σε
πάνω από 1.500. Η μη έκδοση τους αποτέλεσε εθνικό θέμα, με σκοπό να αποφύγουν
την τιμωρία που επιβλήθηκε στους Γερμανούς και να προβάλλουν στη διεθνή κοινή
γνώμη την εικόνα του «καλού Ιταλού». Σε τηλεγράφημα προς τους Συμμάχους, η
κυβέρνηση του χριστιανοδημοκράτη Alcide De Gasperi (1881-1954)
ανέφερε ότι θα έκανε
τα αδύνατα δυνατά για να αποφύγει την παράδοση των ανδρών που ενεπλάκησαν σε
εγκλήματα πολέμου (Non
sara tralasciata alouana posibilita per evitare la consogna di qui trattasi…). Η ιταλική κυβέρνηση δεν ζήτησε ποτέ τη
δίωξη των Γερμανών ναζί που διέπραξαν εγκλήματα πολέμου στην Ιταλία, για να μην
αποτελέσει προηγούμενο για άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα, και ζητήσουν τη
αντίστοιχη δίωξη συμπατριωτών τους.
Πολλοί Ιταλοί που υπήρχαν πληροφορίες για την εμπλοκή τους σε τέτοιες καταστάσεις υπηρετούσαν ήδη στον νέο ιταλικό στρατό. Σε μια περίπτωση ένας στρατηγός (στρατηγός Ορλάνδο) που είχαν προκύψει στοιχεία για την εμπλοκή του σε εγκλήματα πολέμου διορίσθηκε από την κυβέρνηση Alcide De Gasperi Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Άμυνας. Η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου έβαλε την ταφόπλακα στις διώξεις. Οι Σύμμαχοι ενέκριναν τη μη παραπομπή σε δίκη των Ιταλών εγκληματιών πολέμου, για να ενισχύσουν την αδύναμη ιταλική κυβέρνηση από την άνοδο των κομμουνιστών. Αυτή η ενέργεια είχε ως συνέπεια οι εγκληματίες πολέμου να παραμείνουν στις θέσεις τους και η απουσία δικής έδινε την εντύπωση στη διεθνή κοινή γνώμη του αθώου και «καλού Ιταλού»[33].
Πολλοί Ιταλοί που υπήρχαν πληροφορίες για την εμπλοκή τους σε τέτοιες καταστάσεις υπηρετούσαν ήδη στον νέο ιταλικό στρατό. Σε μια περίπτωση ένας στρατηγός (στρατηγός Ορλάνδο) που είχαν προκύψει στοιχεία για την εμπλοκή του σε εγκλήματα πολέμου διορίσθηκε από την κυβέρνηση Alcide De Gasperi Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Άμυνας. Η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου έβαλε την ταφόπλακα στις διώξεις. Οι Σύμμαχοι ενέκριναν τη μη παραπομπή σε δίκη των Ιταλών εγκληματιών πολέμου, για να ενισχύσουν την αδύναμη ιταλική κυβέρνηση από την άνοδο των κομμουνιστών. Αυτή η ενέργεια είχε ως συνέπεια οι εγκληματίες πολέμου να παραμείνουν στις θέσεις τους και η απουσία δικής έδινε την εντύπωση στη διεθνή κοινή γνώμη του αθώου και «καλού Ιταλού»[33].
Συμπερασματικά, θα πρέπει να υπογραμμισθούν τα φοβερά εγκλήματα των
ιταλικών δυνάμεων κατοχής σε βάρος της Ελλάδας. Προσπάθησαν να προσεταιρίσουν
τα Επτάνησα και έμμεσα την περιοχή που κατοικούσαν οι Έλληνες Κουτσοβλάχοι. Οι
Ιταλοί ήταν εξίσου αδίστακτοι, όπως ο γερμανικός στρατός κατοχής[34].
Υπήρξαν περισσότερο ανοργάνωτοι και οι δυνάμεις τους είχαν μειωμένη μαχητική
ικανότητα, με συνέπεια να αποτελούν συχνά στόχους της ελληνικής αντίστασης.
Παράρτημα\
[1]
Γεώργιος Τσολάκογλου, Απομνημονεύματα,
εκδ «Ακροπόλεως», Αθήναι, 1959, σ. 145
[2]
Δεμέστιχας Παναγιώτης, Αναμνήσεις ….., Πελασγός, Αθήνα, 2002, σ.281 και
Πολυζώης Κ., Τουρκαντώνης Γ., Αδάμος Δ., Παπαδημητρίου
Α., Επίτομη ιστορία του ελληνοϊταλικού
και ελληνογερμανικού πολέμου 1940-1941 (επιχειρήσεις στρατού ξηράς), εκδ
Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1985 (Ανατύπωση 1991), σ. 207
[3]
Στις προκηρύξεις των ιταλικών στρατευμάτων κατοχής προς τους κατοίκους
υπερτόνιζαν την (ανύπαρκτη) νίκη του στρατού τους. Για παράδειγμα ο
στρατιωτικός διοικητής των ιταλικών δυνάμεων κατοχής στη Σάμο απευθυνόμενος
στους κατοίκους αναφέρει: «Αι ΄Ενοπλοι
Δυνάμεις της νικηφόρου Ιταλίας καταλαμβάνουσι σήμερον την Νήσον σας»
Αρχεία
Εθνικής Αντίστασης, τ.7ος , Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού,
Αθήνα, 1998, σ. 32
[4] ο Richter Heinz, Griechenland im Zweiten Weltkrieg, μετάφραση Κώστας Σαρρόπουλος, Η Ιταλο-Γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, Γκοβόστης, Αθήνα
1998, σ. 557, 565 και 573
[5]
Βλέπε τον χάρτη των ζωνών κατοχής στην Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΣΤ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2000, σ. 13
[6] Η
παραχώρηση των υπό γερμανική κατοχή περιοχών της νότιας Αττικής, της Εύβοιας
και της Σκύρου στους Ιταλούς
πραγματοποιήθηκε ύστερα από εκκλήσεις της ιταλικής διπλωματίας προς το
Βερολίνο.
[7] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΣΤ,
εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2000, σ. 9
[8] Λάζου Βασιλική,
«Εδαφικός κατακερματισμός», Ιστορία του
νέου ελληνισμού 1770-2000, τ. 8ος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα,
2003, σ. 34
[10]
Λάζου Βασιλική, ο.π, σ. 40
[11] Κ.
Π. Φωκάς- Κοσμετάτου, Η γερμανο- ιταλική
σύρραξις εν Κεφαλληνία 1943, Εταιρία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, Αθήνα,
1990, σ. 16
[12] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΣΤ,
ο.π, σ. 10
[13]
Περισσότερα για τη σφαγή των Ιταλών στην Κεφαλλονιά βλέπε: Κ. Π. Φωκάς-
Κοσμετάτου, Η γερμανο- ιταλική σύρραξις
εν Κεφαλληνία 1943, Εταιρία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, Αθήνα, 1990.
[14] Το
Βερολίνο δεν είχε αντιδράσει στην προσπάθεια προσάρτησης των Ιονίων.
[15]
Εκτός από την Ιταλία βλέψεις στην περιοχή είχαν οι Βούλγαροι και οι
Ρουμάνοι.
[16] Για
τους Κουτσοβλάχους βλέπε: Αχχιλέας Λαζάρου, Βαλκάνιοι
και Βλάχοι, εκδ Φιλολογικοί Συλλόγου Παρνασσός, Αθήναι, 1993.
[17] Ένα
από τα ηγετικά στέλεχη της κίνησης υπήρξε ο δικηγόρος από τη Λάρισα Ν.
Μουτούσης.
[18]
Τσολάκογλου, ο.π, σ. 188, 189
[19] Το
επίσημο ιταλικό κράτος τον αποκαλούσε εγκάρδιο φίλο της Ιταλίας.
[21]
Λένα Διβάνη, «Το θνησιγενές πριγκηπάτο της Πίνδου», Μακεδονία και Θράκη 1941-1944, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου,
1998, σ.204-208
Λάζου Βασιλική, «Εδαφικός κατακερματισμός», Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000,
τ. 8ος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2003, σ. 39, 40
Λεωνίδας Σπαής, Πενήντα
χρόνια στρατιώτης, τ. Α, Αθήναι,
1970, σ. 224, 225
Τσολάκογλου, ο.π, σ. 186, 187.
[22]
Ελένη Χαϊδά, «Δίκες δοσιλόγων Μακεδονίας. Μια πρώτη προσέγγιση», Μακεδονία και Θράκη 1941-1944, Ίδρυμα
Μελετών Χερσονήσου Αίμου, 1998, σ. 176
[24] Ο
στρατηγός Μπενέλι που διέταξε την επιχείρηση ανέφερε ότι η σφαγή ήταν ένα
χρήσιμο μάθημα για τους κατοίκους της περιοχής και πρότεινε για να πάρει έπαινο
ο αντισυνταγματάρχη Ντε Πάουλα, ο οποίος είχε αναλάβει τη διεύθυνση των
επιχειρήσεων (σφαγή).
[25]
Παπαρρηγόπουλου Κ., Καρολίδης Π., Αναστασιάδη Γ., Μουτσοπούλου Ν., Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. 11,
εκδ Αλέξανδρος, Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 300, 301
[26]
Περισσότερα περί της μάχης του Φαρδυκάμπου Σιατίστης, βλέπε στην έκθεση του
συνταγματάρχη Ιωάννη Κοντονάση
Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, τ. 5ος , ο.π, σ. 386-396
[27]
Χερμαν Φρανκ Μάγερ, Από τη Βιέννη στα
Καλάβρυτα, 2η έκδοση, εκδ. Εστία, Αθήνα, 2004, σ. 134-139 και
Ροδάκης Περικλής, Καλάβρυτα 1941-1944, εκδ Παρασκήνιο, Αθήνα, 1999, σ. 103-119
Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, τ, ΙΣΤ, ο.π, σ. 28
[30]
Βλέπε το Πρωτόκολλο Συνεργασίας στο Αρχεία
Εθνικής Αντίστασης, τ. 3ος,ο.π, σ.160, 161
[31] Η
σωτηρία των Ιταλών οφειλόταν στη φιλευσπλαχνία των Ελλήνων χωρικών της
περιοχής.
[33] Από
συνεντεύξεις Ιταλών ακαδημαϊκών που παρουσιάσθηκαν στην εκπομπή της ΕΤ1
«Θεματική Βραδιά» του Σ. Κούλογλου, 17 Απριλίου 2008
[34]
Τσιρπανλής Ζαχαρίας, Έλληνες και Ιταλοί
στα 1940-41, University Studio Press,
Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 93
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου