Ανδρέας Καστάνης
Αν. Καθηγητής
Στρατιωτικής Ιστορίας
Γαλάτεια Καρακωσταντή
«Συναντήσαμε εις Κοπάνους το εσπέρας της 19/2/43
τον Πυρομάγλου, μιλήσαμε γενικά, μας εξιστόρησε τα κατορθώματα των ομάδων των
Ανταρτών ΕΔΕΣ της περιοχής Τζουμέρκων (και ιδιαιτέρως αν θυμούμαι την επιτυχίαν
της ομάδος του Οπλαρχηγού Καραμπίνα, εις το κλειδί που ηνάγκασε με εικοσάδα
περίπου ανδρών να συνθηκολογήση ολόκληρο Ιταλικόν Τάγμαν και να υποχρεωθη να
επιστρέψη εις Άρταν και να μη εκτελέσει την ανατεθείσαν αποστολήν του)».
(Έκθεση του λοχαγού Πυροβολικού Μπαλτογιάννης
Βασίλειος ΕΟΕΑ (ΕΔΕΣ) για την περίοδο Δεκέμβριος 1942 μέχρι και Φεβρουάριος
1943)
Σκοπός της παρούσης εργασίας
είναι να αναδειχθούν οι συνθήκες της ιταλικής κατοχής στην Ελλάδα την περίοδο
1941-1943. Ερωτήματα που θα επιχειρηθεί να απαντηθούν είναι: οι πολιτικές
επιδιώξεις των ιταλικών δυνάμεων κατοχής και αν
η ιταλική κατοχή υπήρξε λιγότερο επαχθής από τη γερμανική.
Μπροστά στην ταχεία προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων, η στρατιωτική
ηγεσία των ελληνικών δυνάμεων της Ηπείρου (Γεώργιος Τσολάκογλου) συνθηκολόγησε.
Αρχικά στις 20 Απριλίου 1941 υπογράφηκε πρωτόκολλο ανακωχής, σύμφωνα με το
οποίο θα τερματιζόταν οι εχθροπραξίες μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας.
Στο διάστημα αυτό, οι Ιταλοί απείλησαν ότι δεν θα σταματούσαν τις εχθροπραξίες, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να πιέσουν τον Τσολάκογλου να δεχθεί την τροποποίηση των όρων του πρωτοκόλλου.
Η ελληνική πλευρά απέστειλε κήρυκες και η ιταλική διοίκηση δέχθηκε την «άνευ όρων παράδοσιν των Ελληνικών εν Ηπείρω Δυνάμεων ως αύτη προσεφέρθη εις την Γερμανικήν Διοίκησιν και υπο τας ιδίας συνθήκας, υφ άς η Ελληνική Διοίκησις προσέφερε ταύτας εις την Γερμανικήν Διοίκησιν».[1] Το τελικό κείμενο συνθηκολόγησης (Σύμβαση Συνθηκολόγησης) υπεγράφη στις 23 Απριλίου 1941. Το άρθρο ένα της προαναφερεθείσας συνθηκολόγησης ανέφερε : «Η Ανωτάτη Γερμανική και Ιταλική Διοίκησις αποδέχονται την τοιαύτην άνευ όρων παράδοσιν της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας».[2] Μετά από την υπογραφή αυτής της Σύμβασης, οι Ιταλοί αναδείχθηκαν, ελέω Γερμανίας, νικητές[3]. Ανάμεσα των ελληνικών και ιταλικών δυνάμεων όφειλαν να παρεμβληθούν οι γερμανικές.[4]
Στο διάστημα αυτό, οι Ιταλοί απείλησαν ότι δεν θα σταματούσαν τις εχθροπραξίες, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να πιέσουν τον Τσολάκογλου να δεχθεί την τροποποίηση των όρων του πρωτοκόλλου.
Η ελληνική πλευρά απέστειλε κήρυκες και η ιταλική διοίκηση δέχθηκε την «άνευ όρων παράδοσιν των Ελληνικών εν Ηπείρω Δυνάμεων ως αύτη προσεφέρθη εις την Γερμανικήν Διοίκησιν και υπο τας ιδίας συνθήκας, υφ άς η Ελληνική Διοίκησις προσέφερε ταύτας εις την Γερμανικήν Διοίκησιν».[1] Το τελικό κείμενο συνθηκολόγησης (Σύμβαση Συνθηκολόγησης) υπεγράφη στις 23 Απριλίου 1941. Το άρθρο ένα της προαναφερεθείσας συνθηκολόγησης ανέφερε : «Η Ανωτάτη Γερμανική και Ιταλική Διοίκησις αποδέχονται την τοιαύτην άνευ όρων παράδοσιν της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου-Μακεδονίας».[2] Μετά από την υπογραφή αυτής της Σύμβασης, οι Ιταλοί αναδείχθηκαν, ελέω Γερμανίας, νικητές[3]. Ανάμεσα των ελληνικών και ιταλικών δυνάμεων όφειλαν να παρεμβληθούν οι γερμανικές.[4]
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η χώρα μοιράσθηκε ανάμεσα στους Γερμανούς,
τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους. Στις ιταλικές δυνάμεις δόθηκε το 70% της
ελληνικής επικράτειας. Συγκεκριμένα οι ιταλοκρατούμενες περιοχές ήταν: Τμήμα
της Δυτικής Μακεδονίας, Ήπειρος, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος,
Κυκλάδες, Σποράδες, Σάμος, Ικαρία, τμήμα της ανατολικής
Κρήτης και τα Επτάνησα.[5]
Κρήτης και τα Επτάνησα.[5]