Η ομιλία του Βασίλη Νικόλτσιου διευθυντή του Μoυσείου Μακεδονικού Αγώνα και συνταγματάρχη Ε.Α, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης του ΥΜΑΘ προς τιμήν εθελοντών και χορηγών που συνέβαλλαν στις εκδηλώσεις για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Χίλτον στην Αθήνα στο πλαίσιο της έκθεσης Money and Show ανάμεσα στους εθελοντές που τιμήθηκαν ήταν η Μαρία Καλλάρη, η γράφουσα και η Λίζα Σωτίλης.
Το πολύτιμο αρχείο τους τροφοδοτεί και θα τροφοδοτεί τις αναρτήσεις αυτού του ιστολογίου αλλά και τις βιτρίνες της ιστορίες όπου φιλοξενούνται πολύτιμα κειμήλια-μάρτυρες των γεγονότων.
Ν.Μ
Η ομιλία του Βασίλη Νικόλτσιου
΄΄Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι δεν ήταν ένα θαύμα, μολονότι το αποτέλεσμα τους ήταν θαυμαστό. Ήταν το προϊόν συγκεκριμένων συγκυριών και το αποτέλεσμα ιστορικών διαδικασιών, οικονομικών, στρατιωτικών, πολιτικών και διπλωματικών. Η βελτίωση της ελληνικής οικονομίας τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα ήρθε μέσα από τις διαδικασίες οικοδόμησης διεθνούς εμπιστοσύνης, που ακολούθησαν την πτώχευση και την καταστροφή του 1897.
Η ανασυγκρότηση του ελληνικού στρατού και του στόλου ήρθε ως αποτέλεσμα της οικονομικής βελτίωσης αλλά και της εξισορρόπησης των πολιτικών εντάσεων που είχαν δρομολογηθεί από το κίνημα στο Γουδί (1909), την εμφάνιση του Ελευθερίου Βενιζέλου (1910) και την αναθεώρηση του Συντάγματος (1911).
Η μη αναμενόμενη συμμαχία των βαλκανικών κρατών εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατέστη δυνατή το 1912 μέσα στο πλαίσιο των ελεγχόμενων ακόμη ανταγωνισμών των μεγάλων Δυνάμεων, που σύντομα θα οδηγούσαν στο Μεγάλο Πόλεμο. Μέσα στο ίδιο διεθνές πλαίσιο ήταν αναπόφευκτος ο πόλεμος του 1913, μεταξύ των συμμάχων του 1912.
Οι συμμαχίες αυτές έδωσαν, εν τέλει, τη δυνατότητα στον αναδιοργανωμένο ελληνικό στρατό να ξεδιπλώσει τις πολεμικές αρετές του και στο Επιτελείο να εφαρμόσει με χαρακτηριστική άνεση τα στρατηγήματά του.
Ο σκοπός της παρουσίασης αυτής δεν είναι να αναθερμάνει σήμερα τις αντιπάθειες, προβάλλοντας το πολεμικό κλέος των προγόνων. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτελούν μέρος της εθνικής μας ιστορίας, όπως και όλοι οι πόλεμοι του ελληνικού κράτους, επιτυχείς ή ανεπιτυχείς.
Είναι όμως ανάγκη να τους θυμόμαστε, προκειμένου να κατανοήσουμε τις συνθήκες που επέτρεψαν σ’ ολόκληρη την ελληνική κοινωνία να ξεπεράσει τα σύνδρομα που την ταλάνιζαν στα τέλη του 19ου αιώνα και να εισέλθει σε μια νέα ιστορική περίοδο, αλλά και τον ιδιάζοντα τρόπο με τον οποίο έγινε η είσοδος στην περίοδο αυτή.
Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να αγνοείται πως, παρά τη σχετική συντομία τους, οι πολεμικές επιχειρήσεις στην ξηρά και τη θάλασσα δεν ήταν ένας περίπατος, όπως μερικοί αρέσκονται να πιστεύουν.
Οπωσδήποτε η εμπλοκή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε πολλά και μεγάλα μέτωπα έλυνε σοβαρά προβλήματα στρατηγικής και αναλογίας δυνάμεων.
Μπορεί οι απώλειες των επιχειρήσεων να μην ήταν τεράστιες, όπως στους πολέμους που ακολούθησαν. Όμως σκληρός εχθρός των εφέδρων ήταν επίσης η βροχή στο Σαραντάπορο, το χιόνι και τα κρυοπαγήματα στο Μπιζάνι, η λάσπη στα Γιαννιτσά, η κόπωση της τάξης του πυροβολικού στο ανώμαλο έδαφος, οι ψείρες, η πείνα, ο πυρετός, η βραδεία περίθαλψη των τραυματιών, η αναμονή, η αγωνία πριν από τα «άλματα» του πεζικού στον ακάλυπτο χώρο, η νοσταλγία για την οικογένεια. Αυτή η πλευρά, η ανθρώπινη, είναι ίσως πιο ενδιαφέρουσα από τις επιχειρήσεις.
Ήταν ο προσωπικός και καθημερινός αγώνας του κάθε Έλληνα στρατιώτη και ναύτη.
Ειδικά για μας τους Μακεδόνες οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν η κορυφαία στιγμή της ιστορίας μας. Η απελευθέρωση από τους Τούρκους και από τους Βουλγάρους στη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου ήρθε ως η ανέλπιστη κατάληξη ενός αδυσώπητου και αβέβαιου αγώνα, που είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων.
Η πορεία των επιχειρήσεων του 1912-13 για τους Μακεδόνες ήταν κάτι παραπάνω από κινήσεις στην πολεμική σκακιέρα- διακυβευόταν η ίδια η εθνική τους υπόσταση.
Ο πόλεμος έγινε μέσα στα χωράφια και στα σπίτια τους. Τα αντίποινα και οι λογής-λογής ανεξέλεγκτες βιαιοπραγίες, ειδικά κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, φούσκωσαν τον ήδη μακρύ κατάλογο των θυμάτων της εθνικής βίας. Γι’ αυτό το λόγο περισσότερο από τους άλλους Έλληνες, εμείς οι Μακεδόνες δυσανασχετούμε με τη λήθη με την οποία περιβλήθηκαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και αισθανόμαστε υποχρέωσή μας την προβολή και γενικά την ιστορική τους καταξίωση.
Η γενιά των Βαλκανιομάχων είχε γαλουχηθεί διαφορετικά με έναν πατριωτικό εθνικισμό του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, που σήμερα τον αναλύουμε και ίσως εύκολα τον απορρίπτουμε, επειδή αδυνατούμε να καταλάβουμε και να αποτιμήσουμε τη λειτουργία του. Ενός εθνικισμού που προσπαθούσε να δημιουργήσει και να συντηρήσει σύνορα, όχι μόνο στην ιδεολογία, αλλά και στην πράξη, ανθρώπους έτοιμους να πεθάνουν για μια Ελλάδα εξιδανικευμένη και υπέροχη.
Για μια Ελλάδα, στην οποία πίστευαν αν και δεν ζούσαν. Οι Έλληνες αυτοί και η γενιά τους που πολέμησε το 1912-13, είχαν βιώσει ξανά πολέμους. Η εμπειρία αυτή τους έκανε πιο σκληροτράχηλους, πιο αφοσιωμένους στην πατρίδα και πολύ πιο προσηλωμένους στο καθήκον. Ο εχθρός δεν ήταν πλέον θεωρητικός, δεν ήταν μορφές της ιστορίας.
Ήταν απέναντί τους, τους βομβάρδιζε με το πυροβολικό και τους θέριζε με τα πολυβόλα του. Τον έβλεπαν στα μάτια, όταν εξορμούσαν «εφ’ όπλου λόγχη». Οι απώλειες δεν ήταν αόριστες «θυσίες του έθνους» στους αγώνες. Ήταν συνάδελφοι, φίλοι τους. Οι αξιωματικοί δεν αισθάνθηκαν ποτέ δημόσιοι υπάλληλοι.
Πέθαναν στην πρώτη γραμμή, με το πιστόλι στο χέρι, μπροστά στους στρατιώτες τους, κρατώντας το ξίφος τους ή τη σημαία του Συντάγματος στο άλλο τους χέρι. Τα τοπωνύμια δεν ήταν σημεία του χάρτη· ήταν πεδία μαχών και τόποι ταφής φίλων και αδελφών.
Η σημαία δεν ήταν διακοσμητικό των εθνικών εκδηλώσεων. Ήταν το σύμβολο του συντάγματος, της πατρίδας, της επίθεσης, της νίκης. Η ελληνική εθνική ταυτότητα των ανδρών αυτών ήταν πλέον ουσιαστική, μια πραγματική δέσμευση για την οποία ήταν έτοιμοι να θυσιαστούν, μέρος μιας κληρονομιάς που τους έκανε δικαιολογημένα υπερήφανους πολίτες μιας χώρας, στρατιώτες ενός νικηφόρου στρατεύματος.
Ο ρίψασπις, ο άκαπνος ο πασπαλισμένος με την ζάχαρη των γλυκισμάτων θαμώνας των ζαχαροπλαστείων της Αθήνας, ο γνωστός πλέον ως «κουραμπιές», θα παραδινόταν στην αιώνια χλεύη.
Οι Έλληνες πολεμιστές του ’12 δεν είχαν απολαβές και προστασία, ούτε καν συντάξεις. Δεν είχαν τόσες αξιώσεις από το δημόσιο, ούτε βάσιζαν το μέλλον τους σ' αυτό. Δεν πολέμησαν για το κράτος, αλλά για την Ελλάδα.
Πολεμούσαν για ιδέες μεγάλες και μικρές, που είχαν μάθει στα ολιγόχρονα μαθητικά τους χρόνια και στον αγώνα της ζωής. Όμως η πατρίδα τους ήταν περισσότερο αυτές οι ιδέες και οι συμπολεμιστές τους, παρά το μακρινό κράτος.
Είναι προφανές ότι σήμερα έχουμε ανάγκη από υψηλά ιδανικά για πολέμους όχι ενόπλους και αιματηρούς, αλλά εξίσου κρίσιμους. Έχουμε ειρήνη, αλλά εμπόλεμη ειρήνη. Βιώνουμε ένα διαφορετικό σκληρό πόλεμο, που έχει εχθρό απρόσωπο και είναι επίσημα ακήρυχτος, αλλά βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στο οικονομικό επίπεδο, απειλεί την κοινωνική συνοχή και υπονομεύει σταδιακά και σταθερά την ελευθερία μας.
Ο Κωστής Παλαμάς μας άφησε παρακαταθήκη ότι «χρωστάμε σ’ όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ‘ρθούνε, θα περάσουν. Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί. Έχουμε υποχρέωση στους αγέννητους και τους νεκρούς αυτού του τόπου, να αντιμετωπίσουμε όλοι οι Έλληνες μαζί τον οικονομικό πόλεμο που βιώνουμε και να οδηγηθούμε σε νίκη με φωτισμένη καθοδήγηση αποφασισμένης και ισχυρής ηγεσίας σε όλα τα επίπεδα, όπως ακριβώς συνέβη το 1912 και το 13.