ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

“Οπτικοακουαστικό ντοκουμέντο. Η ιστορία της Ευαγγελίας Κουτσαντώνη – Αϊβάζογλου που έχασε 23 άρρενες συγγενείς στην Μικρασιατική Καταστροφή“.

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Η σφαγή των μεταλλωρύχων στο Αϊβαλί το 1922


"Ένα απ΄τα πλέον χαρακτηριστικά και αποκαλυπτικά γεγονότα για την κοινωνική σημασία της μικρασιατικής σύγκρουσης είναι η σφαγή των μεταλλωρύχων της Μπάλιας το Σεπτέμβριο του 1922 από τον τακτικό τουρκικό στρατό, μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου."

Στις ιστορικές σελίδες της "Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας" - 21 Ιουλίου 2013 (δισέλιδο στο ένθετο "Plus") που επιμελείται Ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης,υπάρχει αφιέρωμα στη δολοφονία των μεταλλωρύχων της Μπάλιας (Αϊβαλί) και αναλύεται η κοινωνική σημασία της σύγκρουσης της Μικράς Ασίας.

Το άρθρο του Φαίδωνα Παπαθεοδώρου έχει με τίτλο "Οι μεταλλωρύχοι και μεταλλουργοί της Μπάλιας".
Επίσης υπάρχει κείμενο για την κοινωνική σημασία της σύγκρουσης της Μικρά Ασία (Ιωνία, Πόντο κ.λπ.), όπου επιχειρείται να δοθεί απάντηση στο ερώτημα:

“Ποιο ήταν το κοινωνικό περιεχόμενο της σύγκρουσης στη Μικρά Ασία; Ποιες τάξεις συγκρούστηκαν μεταξύ τους και ποιο ήταν το διακύβευμα αυτής της σύγκρουσης; Ή μήπως τα πάντα ήταν μια αφηρημένη σύγκρουση εθνικισμών και ιμπεριαλισμών σε μια σκηνή θεάτρου, με αμέτοχο θεατή την ίδια την κοινωνία;”



Η σοσιαλιστική εφημερίδα «Εργάτης» εκδόθηκε στη Σμύρνη το 1908 από Ελληνες και Τούρκους σοσιαλιστές.
Τον επόμενο χρόνο η έκδοσή της απαγορεύτηκε από τους Νεότουρκους.
Στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ συμμετείχαν εκπρόσωποι του ελληνικού εργατικού κινήματος, όπως οι Στ. Κόκκινος, Μ. Οικονόμου, Π. Χλωμός.
Οι Μικρασιάτες σοσιαλιστές ήταν κοντύτερα στις απόψεις του Νίκου Γιαννιού













ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΔΩ

ΜΕΡΟΣ Γ-Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Του Νίκου Καραγιαννακίδη*
(Δημοσιεύτηκε στον τόμο "Στοιχεία Ιστορίας του Νομού Καβάλας", έκδοση Δήμου Καβάλας, Καβάλα 2012.)

ΤΟ Α ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
ΤΟ Β ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

5.         Ο Μεταπόλεμος, τα δύσκολα χρόνια κι η μετανάστευση (1950 – 1974)

Ο Εμφύλιος τέλειωσε, αλλά η Καβάλα δεν έπαψε να αντιμετωπίζει προβλήματα. Εκτός από τις καταστροφές της σχεδόν δεκαετούς πολεμικής περιόδου, είχε να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό των ποικιλιών καπνού που επεδίωκαν να εκτοπίσουν τα «ανατολικά καπνά» που επεξεργάζονταν αυτοί που απασχολούνταν στα καπνομάγαζα της πόλης. Τελικά, στα 1953 καταργήθηκε διά νόμου ο «κλειστός» χαρακτήρας του καπνεργατικού επαγγέλματος κι έτσι οποιοσδήποτε μπορούσε να εργαστεί στα καπνομάγαζα.



 Η επιδίωξη των καπνεμπόρων να συμπιέσουν το κόστος της παραγωγής έστειλε χιλιάδες άνδρες, μέχρι τότε ασφαλισμένους στο Τ.Α.Κ., στην ανεργία και την υποαπασχόληση. Τη θέση τους πήραν οι λιγότερο αμειβόμενες γυναίκες.
 Η Καβάλα αντιμετώπισε δύσκολες μέρες και την κατάσταση άμβλυναν κάποια κατασκευαστικά έργα που έγιναν.

Επιπλέον, πολλοί καπνεμπορικοί οίκοι μετέφεραν τις εργασίες από την πόλη και τα καπνομάγαζα άρχισαν να αδειάζουν και να γίνονται σιωπηλοί όγκοι δίχως ζωή.
Μια λύση στο πρόβλημα της ανεργίας έδωσε τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η μετανάστευση προς τη Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο, την Αμερική και άλλους μακρινούς προορισμούς.
Παρά τη μέριμνα που προσπάθησε να επιδείξει η κυβέρνηση τού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος επισκέφθηκε το 1957 την Καβάλα, επικεφαλής κλιμακίου υπουργών, και τα έργα, που αποφασίστηκε να γίνουν, ώστε να αντιμετωπιστεί η ανεργία, η κατάσταση κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1950 ήταν σκοτεινή. 



Η καπνεπεξεργασία και η οικοδομική δραστηριότητα βρισκόταν σε ύφεση και οι αμοιβές όσων απασχολούνταν στα καπνομάγαζα μειώνονταν συνεχώς.

Η κατάσταση φάνηκε να βελτιώνεται με τη συνδρομή δύο παραγόντων. Ο ένας ήταν η μετανάστευση, που μείωσε τον αριθμό όσων αντιμετώπιζαν πρόβλημα ανεργίας. Ο άλλος ήταν τα διάφορα έργα, που άρχισαν να πραγματοποιούνται στην πόλη τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960.
Το μεταναστευτικό ρεύμα ξεκίνησε στα 1951-’52, αλλά εντάθηκε μετά το «άνοιγμα» της καπνεπεξεργασίας κι έφτασε στο αποκορύφωμά του στο διάστημα από το 1959 ως το 1963, όταν αρκετοί κάτοικοι της πόλης (και του νομού) άρχισαν να φεύγουν στο Βέλγιο και κυρίως στη Γερμανία. Δεν ήταν εποχή που τα χρήματα στερούνταν αγοραστικής δύναμης. Αυτό που ωθούσε στη μετανάστευση ήταν η έλλειψη θέσεων εργασίας. 
 Η μετανάστευση υποστηρίχτηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή,  οποία ήθελε με αυτόν τον τρόπο να «απαλλαγεί» από ένα μέρος του πληθυσμού, που αντιμετώπιζε πρόβλημα ανεργίας.



 Η διαδικασία που ακολουθούνταν ήταν η ακόλουθη: τα ξένα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων ήταν βιοτεχνίες, μηχανουργεία, ορυχεία, χυτήρια κ.λ.π, έστελναν προκηρύξεις ζητώντας εργάτες και καθορίζοντας τις απαιτούμενες γνώσεις και δεξιότητες. Λειτουργώντας υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κρατικού μηχανισμού, ταξιδιωτικά γραφεία της πόλης και έξω από αυτήν πουλούσαν εισιτήρια, πληροφορίες και αναλάμβαναν, έναντι αμοιβής, τη διεκπεραίωση της υπόθεσης. 

Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, ήταν να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να προσκομίσει πιστοποιητικό υγείας, αντίγραφο ποινικού μητρώου και πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, βεβαίωση δηλαδή ότι δεν ήταν «επικίνδυνος διά την δημοσίαν ασφάλειαν».
Ακόμη, η εφαρμογή της αντιπαροχής ενίσχυσε την οικοδομική και οικονομική δραστηριότητα, αλλά στο πέρασμα από τις μονοκατοικίες στο διαμέρισμα χάθηκαν πολλά όμορφα νεοκλασικά.
Η δικτατορία του 1967 μετέβαλε τον οικονομικό προσανατολισμό της πόλης. Ενισχύθηκε ο τομέας των υπηρεσιών και η πόλη μετατράπηκε σε διοικητικό κέντρο, χωρίς να ενισχυθεί η παραγωγική της υποδομή.
Βέβαια, το συνάλλαγμα που εισέρρεε και η λειτουργία, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, της Βιομηχανίας Φωσφορικών Λιπασμάτων ενίσχυσε την τοπική οικονομία. Ακόμη, δημιουργήθηκαν αρκετές βιοτεχνικές μονάδες, που τόνωσαν κάπως την απασχόληση.

6.         Η Μεταπολίτευση και η κατοπινή παρακμή

Μεταπολιτευτικά, η κατάσταση έδειχνε να σταθεροποιείται και η έναρξη, στη δεκαετία του 1980, της λειτουργίας των εγκαταστάσεων άντλησης πετρελαίου στην περιοχή της Θάσου φάνηκε ως μέτρο σημαντικής τόνωσης της οικονομίας της πόλης.



Το μεταναστευτικό ρεύμα σταμάτησε στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Πολλοί έμειναν δέκα ή δεκαπέντε χρόνια και κάποιοι παρέμειναν μόνιμα στο εξωτερικό· σήμερα, πολλοί από την τελευταία κατηγορία επιστρέφουν για λίγο καιρό στην Καβάλα. 


Η επιστροφή των μεταναστών, πάντως, ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Όμως, η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μετά το 1989 και η συνακόλουθη δημιουργία νέων επενδυτικών ευκαιριών χαμηλού εργατικού και παραγωγικού κόστους συνέβαλαν στη φυγή από την πόλη σχεδόν όλων των παραγωγικών μονάδων.
Οι νέοι «πρόσφυγες», οι οικονομικοί μετανάστες από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, έφτασαν στην Καβάλα για να βρουν μια καλύτερη ζωή και προσέφεραν ένα φθηνό εργατικό δυναμικό σε τομείς που οι Έλληνες δεν πήγαιναν να εργαστούν. Η οικοδομική δραστηριότητα φάνηκε να ανακάμπτει.

Όμως η Καβάλα άρχισε, στο όνομα της ανάπτυξης της Θράκης, να χάνει υπηρεσίες που μετεγκαταστάθηκαν, να χάνει αρμοδιότητες και ευκαιρίες πρόσβασης σε αναπτυξιακά και επενδυτικά προγράμματα. Πολλοί επισημαίνουν πως η πόλη «ξοδεύει από τα έτοιμα, τρώει τις ίδιες της τις σάρκες».
Βέβαια, στα χρόνια που πέρασαν, χιλιάδες από τα νέα παιδιά της Καβάλας σπούδασαν και αποτελούν -όσα έμειναν στην πόλη και δεν αναζήτησαν την τύχη τους στη Θεσσαλονίκη ή ακόμη μακρύτερα, αφού το ποσοστό της ανεργίας στο νομό είναι πολύ υψηλό- ένα πολύτιμο κεφάλαιο γι’ αυτήν .
Αν, όπως συζητείται, υπάρξει σχεδιασμός για τουριστική ανάπτυξη, η μετατροπή της Καβάλας σε κέντρο παροχής τουριστικών υπηρεσιών, με κατάλληλο σχεδιασμό, προγραμματισμό και δημιουργία ανάλογων έργων υποδομής ενδέχεται να δώσει στην πόλη ένα νέο βηματισμό και μια νέα προοπτική.
   

Σημείωμα μνήμης 1:

Ρέει η μνήμη της πόλης
Αλλάζει χάνεται το πρόσωπο του ποταμού
Η θάλασσα, η θάλασσα φωνάζω
Πανσέληνος φωτίζει το κουρεμένο μου κεφάλι
Και φεύγουν κάργες στα τείχη
Χάνονται στο μαύρο καραγάτσι
Σημαίες κόκκινες τότε στο γκαστρωμένο ουρανό
Φωνές δαγκώνουν φωνές την άκρη του χρόνου
Τον άνεμο αγκάλιασαν τον παγωμένο αγέρα
Κέρδη της συναλλαγής της προδοσίας κέρδη
Είχαν σοδειά καλή τ’ αφεντικά
Κι άφησαν πίσω τους πέτρες διατηρητέες
Φαρμάκι της αλαζονείας στο αίμα πώς κυλάς;
Πώς κηλίδα μελάνης κρύβεις τον ήλιο;

Σιωπηλός ελπίζοντας σε μεγάλη καταστροφή
Παραμένω

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, «Ρέει η μνήμη της πόλης», από την ποιητική συλλογή Πάροδος Μοναστηρίου, εκδ. στιγμή, Αθήνα, 1989.



Σημείωμα μνήμης 2:

«Το βουνό γύρω… κάνει το φως πιο κοφτερό και φωτίζει ανελέητα τις πολυκατοικίες που πληγώνουν ανελέητα τον ουρανό με την ευτέλειά τους, γιατί χτίστηκαν είτε βιαστικά είτε φθηνά και προπάντων για να προλάβει η πόλη την ανάπτυξη, αφού τη δεκαετία του πενήντα, εποχή που οι άλλες πόλεις γνώριζαν τις λέξεις «αντιπαροχή», «γκαρσονιέρα και μπανιέρα», θερμοσίφωνο και κοινόχρηστα» αυτή άρχισε να παρακμάζει με την εξαφάνιση του καπνεμπορίου πού τη στήριζε. 

Μέσα σε μια δεκαετία, αυτήν του εβδομήντα, ρήμαξε και κατεδάφισε οτιδήποτε παλιό και σοφό έχτισε σιγά σιγά ο χρόνος και οι άνθρωποι για να φορέσει αυτό το κοινό κι αδιάφορο πρόσωπο πού δεν έχεις όρεξη ούτε να το κοιτάξεις, γιατί ξέρεις πώς δεν κρύβει εκπλήξεις».
(Κοσμάς Χαρπαντίδης, Μανία Πόλεως, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, 1993, σ. 17).


*Ο Νίκος Ε. Καραγιαννακίδης είναι ιστορικός,
υποψήφιος διδάκτωρ Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο,
nikhistor@gmail.com, blog: nikhistor.blogspot.com

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

ΜΕΡΟΣ Β-Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Του Νίκου Ε. Καραγιαννακίδη*
(αναδημοσίευση από την έκδοση του Δήμου Καβάλας "Στοιχεία Ιστορίας του Νομού Καβάλας")

ΤΟ Α ΜΕΡΟΣ:ΕΔΩ

3.            Ο Μεσοπόλεμος

Στα 1928 η Καβάλα είχε υπερδιπλασιάσει τον πληθυσμό της σε σχέση με το 1920. Έφτασε τους 50.852. Και οι πρόσφυγες κυριαρχούσαν. Οι «γηγενείς», αυτοί δηλαδή που διέμεναν στην πόλη προ του 1922, ήταν μόλις 10.598 (ποσοστό 21%), οι πρόσφυγες έφταναν τους 28.927 (ποσοστό 57%) και οι μετανάστες από άλλες περιοχές (μαζί με κάποιους αλλοδαπούς) ήταν 11.327 (ποσοστό 22%).
Οι πρόσφυγες που κατέφυγαν στην πόλη στα τέλη του 1922 και στις αρχές του 1923 προέρχονταν από διάφορους τόπους. Ήταν Μικρασιάτες, Πόντιοι, από την Ανατολική Θράκη, από άλλα μέρη της Μακεδονίας, από τη Δυτική Θράκη· τέλος, ποσοστό τους προήλθε από τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Ρωσία, όπου από τα τέλη του 1917 είχαν επικρατήσει οι «Μπολσεβίκοι» (=πλειοψηφούντες) κομμουνιστές του Λένιν.


Πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα μικρό ποσοστό των νέων κατοίκων της πόλης βρέθηκε στην Ελλάδα πριν το 1922. Αυτοί ήταν Ρωμιοί (ελληνορθόδοξοι) από την Ανατολική Θράκη (περιοχή Κεσσάνης κλπ.), τούς οποίους η κυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκδίωξε από τις πατρίδες τους, σε «ανταπόδοση» της φυγής μουσουλμάνων κατοίκων των «Νέων Χωρών» (έτσι ονομάζονταν τα κερδισμένα με τους 2 βαλκανικούς πολέμους) στα τέλη του 1913 και στις αρχές του 1914. 

Υπήρξαν επίσης λίγοι Μικρασιάτες, πού έφυγαν από εκεί μετά το 1919 για να αποφύγουν την εμπλοκή τους στον πόλεμο (ως Οθωμανοί υπήκοοι όφειλαν να στρατευθούν στον τουρκικό στρατό) ή επειδή διέβλεπαν το τραγικό τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας · τέλος, στην πόλη βρέθηκαν προ του 1922 λίγοι Ηπειρώτες και Μακεδόνες.
Οι πρόσφυγες, πριν καταλήξουν στην Καβάλα κατέφυγαν - οδηγήθηκαν και κατευθύνθηκαν, θα ήταν ακριβέστερο- σε διάφορες περιοχές της νέας τους πατρίδας: στη Χίο, τη Λέσβος και τη Λήμνο (νησιά πού βρίσκονται κοντά στη μικρασιατική ακτή και μπόρεσαν σχετικά εύκολα να προσεγγιστούν από καταδιωκόμενους πληθυσμούς), τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, τη Δράμα, το Αγρίνιο, την Εύβοια, τη Λευκάδα κ.α.

Αναφέρθηκε ήδη πως ήταν μεγάλος ο αριθμός των προσφύγων που μπήκε στην καπνεπεξεργασία. Αυτό ίσχυσε, βέβαια, για το τμήμα του προσφυγικού στοιχείου πού δε γνώριζε κάποια τέχνη. 
Όσοι ασχολούνταν με πιο εξειδικευμένες επαγγελματικές δραστηριότητες στους τόπους καταγωγής τους, συνέχισαν –σε μεγάλο βαθμό- να τις εξασκούν και στην Καβάλα. Έτσι, όσοι ήταν ξυλουργοί, οικοδόμοι, ραφείς, σιδηρουργοί, τεχνίτες («μάστορες») ή βοηθοί («τσιράκια») υποδηματοποιοί, αρτοποιοί και αρτεργάτες, μανάβηδες και μπακάληδες, καφεπώλες, ωρολογοποιοί, πεταλωτές, οπλουργοί, άνθρωποι πού κατασκεύαζαν κι επισκεύαζαν ζυγαριές, τορναδόροι, πλανόδιοι πωλητές ψιλικών και ειδών προικός, πλανόδιοι οπωροπώλες, μουσικοί και ναυτικοί συνέχισαν να ασκούν και εδώ τα επαγγέλματά τους. 



Πρόσφυγες εργάστηκαν ακόμη σε ρυμουλκά σκάφη, καφεκοπτεία, καθώς και ως οδηγοί οχημάτων (κάρων ή φορτηγών) μεταφοράς καπνών ή αυτοκινήτων πού ανήκαν σε καπνεμπορικές εταιρείες
Γρήγορα μετά την είσοδο στο καπνομάγαζο, οι πρόσφυγες συναντήθηκαν με το συνδικαλιστικό κίνημα και εντάχθηκαν μαχητικά στο μέτωπο των διεκδικήσεων για καλύτερη αμοιβή και καλύτερες συνθήκες απασχόλησης. 

Με πρώτη χρονικά τη συμμετοχή στην κινητοποίηση για την αποτροπή εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών τον Απρίλιο του 1925 και αργότερα, στα 1928, στη μαζική διαμαρτυρία για την εξασφάλιση της απασχόλησης μετά την εφαρμογή της «τόγκας» (μηχανικής επεξεργασίας των καπνών, αντί της μέχρι τότε εφαρμοζόμενης «κλασικής», δηλ. αυτής που γινόταν με τα χέρια), αποτέλεσαν μια σημαντική «μαγιά» και δεξαμενή υποστηρικτών και ψηφοφόρων για την Αριστερά. 

Βέβαια, μεγάλο μέρος των προσφύγων ήταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930 πιστοί οπαδοί του Ελευθερίου Βενιζέλου. Παρά το ότι ο Βενιζέλος ήταν αυτός που είχε ξεκινήσει τη Μικρασιατική Εκστρατεία στα 1919, η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων «χρέωνε» την ήττα και –κυρίως- τον «ξεριζωμό» στους πολιτικούς αντιπάλους του Κρητικού ηγέτη.

Τον Οκτώβριο του 1929 καταρρέει το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και ξεκινά μια αλυσιδωτή κρίση πού ταλάνισε για μερικά χρόνια όλον τον καπιταλιστικό κόσμο (μιλούμε για χώρες με καπιταλισμό, αφού έχει από το 1917 δημιουργηθεί το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο, η Σοβιετική Ρωσία).
Η κρίση έφτασε και στην Ελλάδα και επηρέασε δραματικά την οικονομία της. Η χώρα χρεωκοπεί στα 1932 και μετά την υπέρβαση της κρίσης στα 1934 εφαρμόζεται η λεγόμενη «πολιτική της αυτάρκειας»: αυτό σήμαινε ότι εφαρμόστηκε μείωση των εισαγωγών τροφίμων, με παράλληλη αύξηση της σιτοπαραγωγής. 

Το διάστημα, όμως, της κρίσης ήταν μία οδυνηρή περίοδος, με ανεργία, ανέχεια και στερήσεις. Η κατάσταση ήταν τόσο άσχημη, που στην Καβάλα χρειάστηκε να λειτουργήσουν λαϊκά συσσίτια. Γυναίκες που ήταν καπνεργάτριες - ασφαλισμένες του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών (Τ.Α.Κ.) έδιναν το βιβλιάριό τους σε άλλες, που μέχρι τότε ήταν οικοκυρές, ώστε οι τελευταίες να κάνουν κάποιο μεροκάματο, που ήταν τόσο απαραίτητο για την επιβίωση.
Μήτσος Παρτασαλίδης
ΑΡΧΕΙΟ ΑΣΚΙ

Η κρίση ξεπεράστηκε και δεν πήρε τις διαστάσεις που έλαβε στη Δυτική Ευρώπη, αλλά η πολιτική ζωή της χώρας είχε αποκτήσει ένα καινούριο χαρακτηριστικό: την πολιτική και εκλογική ισχυροποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας. Στις 11 Φεβρουαρίου του 1934 η Καβάλα εξέλεξε τον πρώτο κομμουνιστή δήμαρχο στην ιστορία της Ελλάδας, το συνδικαλιστή καπνεργάτη Μήτσο Παρτσαλίδη. 

Το παράδειγμα της Καβάλας ακολούθησαν μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 18 Μαρτίου, οι Σέρρες και μερικές δεκάδες χωριά σε όλη την Ελλάδα. Η Αριστερά πρόβαλλε απειλητική, αλλά οι εξελίξεις υπήρξαν αρνητικές τόσο γι’ αυτήν, όσο και για την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στην Καβάλα, οι μηνύσεις και οι διώξεις εναντίον του Παρτσαλίδη και των συνεργατών του ήταν πάμπολλες και οδήγησαν τελικά στην έκπτωση του «κόκκινου Δημάρχου» και στην επιβολή άλλης από τη θέληση των εκλογέων. 
Τέσσερις από τους δημοτικούς συμβούλους της «κόκκινης» πλειοψηφίας, εκτοπίσθηκαν και – αφού έμειναν 7 χρόνια στην εξορία ή στη φυλακή- παραδόθηκαν στα 1941, από τα απομεινάρια του καθεστώτος Μεταξά, στους Γερμανούς. Ήταν οι Δημοσθένης Μακέδος, Νίκος Νεγρεπόντης, Γιώργης Μπαρμπαλέξης και Γιάννης Ευθυμιάδης, όλοι καπνεργάτες. Και οι τέσσερις εκτελέστηκαν: οι τρεις πρώτοι από τους Γερμανούς, στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944 και ο τέταρτος, στο Κούρνοβο της Θεσσαλίας, τον Ιούνιο του 1943 από τους Ιταλούς. 
  
Στα 1935 η Δημοκρατία έδωσε –μετά από 11 χρόνια- τη θέση της στη Βασιλεία, η οποία επανήλθε με ένα νόθο δημοψήφισμα. Μετά την επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου και τις διαδοχικές κυβερνητικές κρίσεις, τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε η δικτατορική κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά (Αύγουστος 1936). Λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας ξέσπασαν μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις. Μάλιστα, είχε προγραμματιστεί πανελλαδική πανεργατική απεργία για τις 5 Αυγούστου.
 Η απεργία δεν έγινε ποτέ, αφού στις 4 Αυγούστου ο Μεταξάς - πού κυβερνούσε ήδη από το Μάρτιο του 1936 «εν λευκώ», με την εξουσιοδότηση της Βουλής και με μοναδική φωνή αντίδρασης αυτή των κομμουνιστών - επέβαλε δικτατορία με τη σύμφωνη γνώμη του Γεωργίου.
Παρά τον αντιλαϊκό του χαρακτήρα, το καθεστώς Μεταξά μερίμνησε για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Υφυπουργός Εργασίας τοποθετήθηκε ένας πρώην καπνεργάτης, με συνδικαλιστική δράση στην Καβάλα, ο Αριστείδης Δημητράτος. Ο τελευταίος προσπάθησε να καταστήσει το όνομά του συνώνυμο της κρατικής μέριμνας για τούς εργάτες. 

Βέβαια, η προσπάθεια αυτή αποσκοπούσε στην εκτόνωση της λαϊκής καχυποψίας απέναντι στο καθεστώς και στην αντιμετώπιση της επίδρασης που άσκουσε η ιδεολογία της Αριστεράς και γενικότερα της Δημοκρατίας στις εργατικές μάζες.
Ανεξάρτητα πάντως από το αν το καθεστώς Μεταξά προσπάθησε να «χρυσώσει το χάπι» στους εργαζομένους και να τούς πείσει ότι ενεργούσε προς το συμφέρον τους, αυτό πού προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ότι οι συνθήκες εργασίας και οι αμοιβές βελτιώθηκαν αισθητά. Στο διάστημα 1928-1932 η εβδομαδιαία αμοιβή των καπνεργατών κυμάνθηκε από 60 έως 125 δραχμές, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά έφτασε στις 500 δραχμές. Ακόμη, το καθεστώς φρόντισε να λάβει φιλεργατικά μέτρα, όπως ήταν η καθιέρωση του οκταώρου, η διατήρηση της τιμής του ψωμιού σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, η ασφάλιση των εργαζομένων κ.α.π. 

Το γεγονός, πάντως, ότι τα χρόνια μέχρι τον πόλεμο δεν ήταν εύκολα αποδεικνύεται και από μεγάλο ποσοστό γυναικών που εργαζόταν. Βέβαια, οι αντιλήψεις της εποχής επέβαλλαν στη γυναίκα να «κάθεται» στο σπίτι και να ασχολείται με την ανατροφή των παιδιών της· όμως, οι γυναίκες- πρόσφυγες πρώτης γενιάς πού εργάζονταν στην Καβάλα ήταν αρκετές. Κυρίαρχη απασχόληση τους ήταν η καπνεπεξεργασία (ήταν «πασταλτζούδες»), ενώ δεν έλειψαν και αυτές πού έπλεκαν δίχτυα ψαρέματος, οι νοσοκόμες, οι οικιακές βοηθοί, οι εργάτριες γης, καθώς και όσες βοηθούσαν χωρίς αμοιβή το σύζυγο στη δουλειά του (αρτοποιείο, κατάστημα πώλησης τροφίμων ή άλλων ειδών κ.α.π.).



Παρά την τελική επιβολή της «τόγκας» οι καπνεργάτες συνέχισαν να είναι ικανοποιητικά αμειβόμενοι μέχρι το 1940. Το ότι η κυβέρνηση Μεταξά προχώρησε σε συμφωνία με τη Γερμανία για την εφαρμογή του συστήματος «κλήριγκ» (αντιπραγματισμού, δηλαδή της ανταλλαγής γεωργικών προϊόντων με μηχανήματα και βιομηχανικά προϊόντα) συνέβαλε στη σταθερότητα τής καπνεπεξεργασίας και στη διατήρηση του ικανοποιητικού επιπέδου των αμοιβών. 
Αυτό διευκόλυνε μεγάλο αριθμό προσφύγων, οι οποίοι ήταν καπνεργάτες, στην αγορά σπιτιών και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής.








4.         Η ταραγμένη δεκαετία (1940 – 1950)

Ο πόλεμος του 1940– ’41 και η τρίτη βουλγαρική κατοχή, η οποία επιβλήθηκε στην Καβάλα μετά την ήττα από τους Γερμανούς και την απόδοση της περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας στη σύμμαχο των Ναζί Βουλγαρία, οδήγησε σε μια νέα οδυνηρή περιπέτεια τους κατοίκους της πόλης.
Η πολιτική του βίαιου εκβουλγαρισμού που εφάρμοσαν οι κατακτητές χρησιμοποιώντας την πείνα, το διωγμό από την περιοχή προς τη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα (πέρα από τον ποταμό Στρυμόνα) και την απαγόρευση κάθε δραστηριότητας που θύμιζε την ελληνικότητα της Καβάλας (χρήσης της γλώσσας, κατοχής και ανάγνωσης εντύπων, εκπαιδευτικής και εκκλησιαστικής δραστηριότητας στην ελληνική γλώσσα) έκανε τη ζωή των Καβαλιωτών μαρτυρική. Εκατοντάδες κάτοικοι πέθαναν από πείνα, χιλιάδες εγκατέλειψαν την πόλη και όσοι έμειναν αναγκάστηκαν να εκποιήσουν ό,τι περιουσιακό στοιχείο διέθεταν για να εξασφαλίσουν την επιβίωση. 



Δεν έλειψαν, βέβαια, και αυτοί που «βουλγαρογράφτηκαν»: άλλαξαν την κατάληξη του ονόματός τους σε –ωφ ή –εφ και δέχτηκαν να γίνουν Βούλγαροι υπήκοοι, προκειμένου να μην ταλαιπωρηθούν από πείνα και άλλες στερήσεις.

Στην Καβάλα ζούσε από τα τέλη του 16ου αιώνα μια ακόμη πληθυσμιακή ομάδα, μια εθνοθρησκευτική κοινότητα. Οι Εβραίοι, που στα 1941 ήταν ένα οργανικό κομμάτι της ζωής της. Ήταν πια οι Έλληνες Εβραίοι της Καβάλας και ζούσαν στην περιοχή της Παναγίας, του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Βαρβάρας. 
Ασχολούνταν με το εμπόριο και τη βιοτεχνία, καθώς και την καπνεπεξεργασία: υπήρχαν πλούσιοι καπνέμποροι, αλλά και πολλοί καπνεργάτες. Είχαν Συναγωγή και σχολείο. Τα σχέδια της ναζιστικής Γερμανίας, όμως, άλλα προέβλεπαν: και αυτοί, μαζί με τους ομόθρησκούς τους της υπόλοιπης κατεχόμενης Ευρώπης, δεν είχαν θέση στην προοπτική της «Νέας Τάξης». Έπρεπε να λείψουν. Σε στενή συνεργασία με τη Βουλγαρία υλοποιήθηκε το σχέδιο της εξόντωσης. 



Οι Βούλγαροι τους κατέγραψαν, τους επέβαλαν περιορισμούς και τελικά τους συνέλαβαν και τους απήγαγαν, το βράδυ της 3ης προς 4η Μαρτίου 1943. Μεταφέρθηκαν με τραίνα στην Πολωνία, δήθεν για να εργαστούν εκεί και από μια κοινότητα 2.500 χιλιάδων ψυχών δεν επέστρεψε κανείς. 


Μόνοι επιζήσαντες ήταν μερικοί νεαροί Εβραίοι, που εργάζονταν σε καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Από το Δεκέμβριο του 2003, όταν πέθανε ο τελευταίος, ο καπνέμπορος Σαμπετάι Τσιμίνο, που ήταν ένας από αυτούς τους νεαρούς της Κατοχής, η Καβάλα δεν έχει κανέναν Εβραίο κάτοικο.

Με μεγάλη καθυστέρηση σχετικά με την υπόλοιπη Ελλάδα, στις αρχές του 1944, αναπτύχθηκε στην περιοχή ένα κίνημα αντίστασης. Τελικά, στις 13 Σεπτεμβρίου 1944, λίγες μέρες αφού η Βουλγαρία άλλαξε ηγεσία και μεταπήδησε στο συμμαχικό στρατόπεδο, δυνάμεις του 26ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ (Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, στρατιωτικού σκέλους του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου –ΕΑΜ) απελευθέρωσαν την Καβάλα.


Όμως, οι διαφορετικές πολιτικές επιδιώξεις των Ελλήνων σχετικά με τη μεταπολεμική εξέλιξη της χώρας και η εμπλοκή των ξένων οδήγησαν στον Εμφύλιο Πόλεμο 1946 -1949. Η Καβάλα δεν υπήρξε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά κατέβαλε και αυτή βαρύ τίμημα. 

Εκατοντάδες αριστεροί και αντίθετοι με τη Μοναρχία πολίτες εκτελέστηκαν, εξορίστηκαν και διώχθηκαν, και η ζωή της πόλης δηλητηριάστηκε από το ζοφερό κλίμα της εμφύλιας σύρραξης. Δεν ήταν, άλλωστε, λίγα τα νέα παιδιά της Καβάλας που τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν στις μάχες, φορώντας τη στολή του κυβερνητικού στρατού. Συμπλήρωσαν έτσι, με τον τραγικότερο τρόπο, τον ήδη μεγάλο αριθμό τραυματιών και νεκρών από τον πόλεμο του 1940, το αντιστασιακό κίνημα και την καταστροφική μανία των Βουλγάρων κατακτητών. 

Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ενώ η Καβάλα είχε στις παραμονές της 28ης Οκτωβρίου 1940 περίπου 50.000 κατοίκους (για την ακρίβεια 49.667) στα 1951 όχι μόνο δεν είχαν αυξηθεί, αλλά ήταν μειωμένοι κατά περίπου 15% (η απογραφή του 1951 κατέγραψε πληθυσμό 42.261, μειωμένο δηλαδή κατά 7.406 ψυχές).



*Ο Νίκος Ε. Καραγιαννακίδης είναι ιστορικός,
υποψήφιος διδάκτωρ Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο,
nikhistor@gmail.com, blog: nikhistor.blogspot.com

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

ΜΕΡΟΣ Α-Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Του Νίκου Ε. Καραγιαννακίδη*
(αναδημοσίευση από την έκδοση του Δήμου Καβάλας "Στοιχεία Ιστορίας του Νομού Καβάλας")

1.            Προλογικά: από το 1912 μέχρι το 1922

Η Καβάλα ενσωματώθηκε στο νεοελληνικό κράτος με μεγάλη καθυστέρηση και έπειτα από πολλές περιπέτειες.
Τον Οκτώβριο του 1912 Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία συμμαχούν και κηρύσσουν πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σκοπό την εκδίωξη των κατακτητών από τα Βαλκάνια και την απελευθέρωση των «αλύτρωτων αδελφών» τους, οι οποίοι ζούσαν σε περιοχές εκτός των εθνικών ορίων. 


ΑΡΧΕΙΟ: Κ. ΠΑΠΑΚΟΣΜΑ
Στο πλαίσιο αυτού του πολέμου, του Α΄ Βαλκανικού, η πόλη καταλαμβάνεται από το «σύμμαχο» βουλγαρικό στρατό, που αξιοποιεί την ευκαιρία της προέλασης προς Νότο για να δημιουργήσει μια κατάσταση ευνοϊκή για τις μεταπολεμικές επιδιώξεις της Βουλγαρίας σχετικά με την περιοχή. 
Οι Βούλγαροι συμπεριφέρθηκαν κάθε άλλο παρά ως σύμμαχοι απέναντι στους κατοίκους της Καβάλας, τόσο τους Ρωμιούς όσο και τους μουσουλμάνους. Πολλές εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες, κάτοικοι της πόλης χάθηκαν από πείνα, κακουχίες και επιδημικές ασθένειες.
Η πολεμική επιχείρηση των συνασπισμένων βαλκανικών στρατών αποβαίνει νικηφόρα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία εγκαταλείπει τις κτήσεις της. Η Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου υπογράφεται στις 17 Μαΐου 1913, αλλά αμέσως μετά ξεκινά ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, αυτή τη φορά μεταξύ των πρώην συμμάχων.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Ένα «Δίστομο» στη Βιθυνία τον Ιούνη του 1920 Το Ολοκαύτωμα του Φούλατζι


 Του Βλάση Αγτζίδη (*)

Μια από τις πλέον άγνωστες σελίδες του μικρασιατικού δράματος ξετυλίχθηκε στη Βιθυνία, στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Ενενήντα χρόνια μετά τα όσα συνέβησαν στην περιοχή της Νικομήδειας, η σε βάθος μελέτη ακόμα εκκρεμεί. Εν τούτοις όμως, κάποια στιγμιότυπα χρησιμοποιούνται ως επιχείρημα αρνητιστικών (negotiationism)προσεγγίσεων στην περί των μικρασιατικών  ιδεολογική σύγκρουση.
Η περιοχή της Βιθυνίας -που το Μεσαίωνα οι Σελτζούκοι αποκαλούσαν Villayet-i Yunani, δηλαδή «Ελλάδα»- χαρακτηριζόταν στις αρχές του 20ου αιώνα από την πολυεθνικότητα. Ρωμιοί (ελληνόφωνοι, τουρκόφωνοι και κάποιοι σλαβόφωνοι), Αρμένιοι (αρμενόφωνοι και τουρκόφωνοι), Εβραίοι, Λεβαντίνοι, Μουσουλμάνοι (τουρκόφωνοι, αλβανόφωνοι, σλαβόφωνοι, κιρκασιόφωνοι, αμπχαζόφωνοι), συναπάρτιζαν το πολύχρωμο εθνολογικό μωσαϊκό της περιοχής.

Τα πρώτα σημάδια ότι έφτανε στο τέλος της η κατά τα άλλα ειρηνική ζωή, θα εμφανιστούν όταν θα εγκατασταθούν στην περιοχή οι «μποσνάκηδες» δηλαδή σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τις περιοχές της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Οι επήλυδες αυτοί θα επανδρώσουν σε μεγάλο βαθμό τις σκληρές εθνικιστικές οργανώσεις που θα συγκροτήσουν στην αρχή οι Νεότουρκοι και οι κεμαλικοί αργότερα. 
Στη συνέχεια, με την ισχυροποίηση των Νεότουρκων, τη σκλήρυνση της πολιτικής τους και την έναρξη των διώξεων από το 1914, οι συνθήκες ομαλής διεθνοτικής συμβίωσης θα διαταραχθούν έντονα.  Η πρώτη περίοδος των σκληρών διωγμών (1914-1918) κατά των χριστιανικών κοινοτήτων θα λάβει τέλος με την ήττα της νεοτουρκικής Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η δεύτερη φάση των διώξεων θα ξεκινήσει με τη συγκρότηση του κεμαλικού εθνικιστικού μετώπου. Σύμφωνα με τον Τούρκο ιστορικό Taner Aksam, οι πρώτες δυνάμεις που θα επανδρώσουν το κεμαλικό στρατόπεδο θα είναι οι παλιοί παρακρατικοί εθνικιστές των Teskilat I Mahsusa που βαρύνονταν με τα εγκλήματα γενοκτονίας της πρώτης περιόδου και διώκονταν από τις επίσημες οθωμανικές αρχές της Κωσταντινούπολης.


Σύμφωνα με τις καταγγελίες της οθωμανικής κυβέρνησης, ο Μουσταφά Κεμάλ είχε προσανατολίσει τις άτακτες ομάδες που συντάχθηκαν μαζί του στη λεηλασία και την καταστροφή των χριστιανικών πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών που βρίσκονταν εντός της εμβέλειας δράσης τους.

Στο πλαίσιο αυτό θα συμβεί το Ολοκαύτωμα της ελληνικής κωμόπολης Φούλατζικ (Φωλίτσα) του Νομού Νικομήδειας (Izmit) στις 23 Ιουνίου 1920. Ο Δ. Σταματόπουλος αναφέρει ότι «Πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή ο πληθυσμός του χωριού ανερχόταν σε 2.500 κατοίκους (700 σπίτια)». Λίγες μέρες αργότερα θα ακολουθήσει και η σφαγή της ελληνικής κοινότητας της πόλης της Νικομήδειας.

Κεμαλικοί εναντίον όλων

Το μέτωπο της σύγκρουσης στην περιοχή έχει πολύ ενδιαφέρον και υπονομεύει εντελώς τον παραδοσιακό τρόπο, με τον οποίο ακόμα και μοντέρνοι ιστορικοί προσεγγίζουν τα γεγονότα. Από τη μια υπάρχουν οι κεμαλικές ένοπλες ομάδες που έχουν εντολή να εκκαθαρίσουν την περιοχή από τους ανεπιθύμητους πληθυσμούς, κυρίως από τους χριστιανικούς (ελληνικούς και αρμενικούς), αλλά και τους οθωμανικούς (δηλαδή πληθυσμούς πιστούς στο σουλτάνο και το χαλιφάτο), εβραϊκούς, καθώς και τους εχθρικά διακείμενους προς τους κεμαλικούς μουσουλμανικούς (εθνότητες του Καυκάσου που κατοικούσαν στην Βιθυνία, όπως Κιρκάσιοι, Αμπχάζιοι, κ.ά.) και από την άλλη όλοι οι υπόλοιποι. 
        
  Ο ελληνικός στρατός έφτασε στην περιοχή ένα χρόνο μετά τις σφαγές, στις 7-11 Ιουνίου του 1921, μετά από αίτημα των συμμαχικών αρχών που αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν τις κεμαλικές επιθέσεις στη ζώνη ευθύνη τους. Τα γεγονότα που ακολούθησαν σχετίζονται κυρίως με την διεθνή χρησιμοποίηση από συγκεκριμένους  πολιτικούς κύκλους των αντεκδικήσεων που έκαναν αρμενικές, ελληνικές, κιρκασιανές και αμπχάζικες ένοπλες ομάδες κατά του άμαχου τουρκικού πληθυσμού που είχε συνταχθεί με τους κεμαλικούς και των αγριοτήτων που όντως διαπράχτηκαν.


Οι βιαιοπραγίες αυτές θα συμβούν σε μια δύσκολη για τους  Έλληνες ιστορική στιγμή: Οι εκλογές του Νοεμβρίου του ’20 είχαν φέρει στην εξουσία τους παλιούς φιλογερμανούς του Λαϊκού Κόμματος, οι οποίοι παλινόρθωσαν τη μοναρχία και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, παρ’ όλες τις έντονες αντιδράσεις και  προειδοποιήσεις των Γάλλων και των Βρετανών.

Ως αντίδραση σ’ αυτές τις εξελίξεις οι έως τότε σύμμαχοι, άρχισαν να προσεγγίζουν τον Μουσταφά Κεμάλ. Ειδικά οι Γάλλοι και οι Ιταλοί είχαν πλέον εμφανίσει ανοιχτή αντι-ελληνική και φιλοκεμαλική στάση. Οι Βρετανοί είχαν προβεί σε κήρυξη ουδετερότητας. 
Οι εκλογές στην Ελλάδα ενίσχυσαν επίσης, εις βάρος της κυρίαρχης έως τότε φιλελληνικής πολιτικής του Λόιντ Τζορτζ, το φιλοκεμαλικό στρατόπεδο των «αποικιστών», που δεν ήθελε την υπερίσχυση της Ελλάδας στο μικρασιατικό χώρο.  Στο στρατόπεδο των «αποικιστών» ανήκαν τόσο ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, όσο και ο ελληνιστής Άρνολντ Τόιμπι.
 Οι αντεκδικήσεις στη Νικομήδεια θα χρησιμοποιηθούν από τις φιλοκεμαλικές δυνάμεις των συμμάχων για να επηρεάσουν αρνητικά την κοινή γνώμη των κρατών τους. Ακριβώς το ρόλο αυτό έπαιξαν με επιτυχία τόσο ο Τόιμπι, όσο και η Διασυμμαχική Επιτροπή που διερεύνησε τα γεγονότα.

 Έτσι, θα αποσιωπηθούν εντελώς τα κεμαλικά εγκλήματα που προηγήθηκαν και άνοιξαν τους ασκούς της Βίας στην περιοχή, θα ενοχοποιηθούν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις  για όλες τις πράξεις αντεκδίκησης, ακόμα και αυτές των Κιρκασίων και των Αμπχαζίων. Και βεβαίως, τα τεκμήρια της φιλοκεμαλικής προκατειλημμένης γαλλικής στάσης για τα γεγονότα της Νικομήδειας φυλάσσονται έως σήμερα στα στρατιωτικά αρχεία στον πύργο Vincennes στο Παρίσι και φαίνεται ότι αποτελούν τη μοναδική πηγή πληροφόρησης για κάποιους Έλληνες ιστορικούς.

Προσπαθώντας να καταγράψουμε τα γεγονότα που εγκαινίασαν τον κύκλο της βίας στην περιοχή της Νικομήδειας (Iznik) είχαμε την αμέριστη συμπαράσταση της«Εταιρείας Μικρασιατικών Σπουδών και Ερευνών Ευρωπού» και του δραστήριου πρόεδρού της Απόστολου Καραγιαννόπουλου. Τον ερευνητικό αυτό θεσμό δημιούργησαν πρόσφυγες από το Φούλατζικ της Βιθυνίας και την Τσαντώ της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στον Ευρωπό του νομού Κιλκίς. 
—————————————-
Ο θρήνος για τη σφαγή του Φούλατζικ

 Η σφαγή στο Φούλαντζικ και η βία που άσκησαν οι κεμαλικοί κατά των χριστιανικών, κιρκασιανών και οθωμανών «παλαιότουρκων» συμπρτριωτων τους αποτυπώνεται στον παρακάτω θρήνο στην τούρκικη γλώσσα των Ελλήνων της κωμόπολης, όπου ο απεχθής εχθρός δεν έχει εθνικά χαρακτηριστικά αλλά είναι απλώς «οι κεμαλικοί»   

    Κεμαλιν  ανταμλαρί  χαρμανλαρντάν  ιντιλέρ,
    Σαλέ  γκιουνού  Φουλατζιγι  μπαστιλάρ,
    γκιουζέλ  καριλαρί  αϊρί  κοϊντουλάρ,
    βε  τσιπλάκ οϊναττιλάρ.
    Τσοτζουκλαριμιζι  όλμεντεν  μεζαρά  κοϊντουλάρ,
    ερκεκλερί  κλίσενιν  ιτσιντέ  γιαχτιλάρ,
    παπαζιν  αγζινά  γκεμλερί  γκετσιρντιλέρ.
    Γετίς  Γιουνανιστανίμ,  γετίς, γιαρντίμ  κίμσεντεν  γιόκτουρ.
        
   Δηλαδή: 

Οι κεμαλικοί κατέβηκαν από τ’αλώνια,
   κι ημέρα Τρίτη πάτησαν το Φουλαζίκ,
   διάλεξαν τις ωραίες μας και τις έβαλαν γυμνές στο χορό.
   Έθαψαν τα παιδιά μας ολοζώντανα,
   τους άνδρες έκαψαν στην εκκλησιά,
   και στου παπά το στόμα πέρα­σαν χαλινάρι.
   Φθάσε Ελλάδα μου, φθάσε, δεν έχω βοήθεια.

  Το θρήνο διέσωσε ο δημοσιογράφος-απεσταλμένος της εφημερίδας “Εμπρός” των Αθηνών και μετέπειτα συγγραφέας Κωνσταντίνος  Φάλταϊτς, με καταγωγή από την Σκύρο. Ο Φαλτάιτς κατέγραψε περίπου ένα χρόνο μετά, τις μαρτυρίες των διασωθέντων  Φουλατζικιωτών  μετά τη σφαγή, στους προσφυγικούς καταυλισμούς  της Νικομήδειας.

Οι εμπειρίες από τους πρόσφυγες πρωτοδημοσιεύτηκαν σ’ ένα βιβλίο με την υπογραφή Φ.Κ. (Νοέμβριος 1921).  
 Ως άμεσος μάρτυρας, ο Φαλτάιτς περιγράφει με συγλονιστικό τρόπο αυτά που συνάντησε: «Εξήντα χιλιάδες άνθρωποι, Έλληνες, Αρμένιοι, Κιρκάσιοι, Αλβανοί, Πέρσαι και Τούρκοι ακόμη έφευγαν μαζί με τον Ελληνικό στρατό, παίρνοντας μαζί των μόνο τη ψυχή των, στο πλησίασμα των Τούρκων του Κεμάλ, και εύρισκαν σωτηρία και άσυλο στην ελεύθερον Ελλάδα ….

 Από την περιοχή της Νικομήδειας, μια περιοχή με σαρανταπέντε σχεδόν ελ­ληνικές πολιτείες και χωριά, με σαράντα σχεδόν αρμενικά χωριά και πολιτείες και με άλλα τόσα κιρκασιακά , δεν έχει μείνη σήμερα άλλο τίποτα από στάχτη και ερείπια, και οι εκατό χιλιάδες των σφαγιασμένων κατά τον αγριότερο τρόπο πού έχει να μας δείξει η ιστορία ανθρώπων, και οι σωροί οι ατελείωτοι των ανθρωπί­νων κοκκάλων που είναι σκορπισμένα στα βουνά , στους κάμπους, στα δάση και στις χαράδρες της Νικομήδειας……»


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ *

Το σύνολο των νεκρών της σφαγής, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και βρέφη, δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί. Μέχρι σήμερα εντοπίσθηκαν 182 ονόματα

Τον Ιούνιο του 1920 οι κεμαλικές συμμορίες οργάνωσαν εκστρατεία για να κάψουν το Φούλατζικ, που το αποκαλούσαν «Κιουτσούκ Γιουνανιστάν» (Μικρή Ελλάδα), να σφαγιάσουν τους κατοίκους του και να ληστέψουν τις περιουσίες τους. Για το σκοπό αυτό συγκεντρώθηκαν περίπου εξακόσιοι άτακτοι οπλοφόροι (τσέτες), αλλά και τακτικός στρατός με διοικητή τον οπλαρχηγό Χατζή Μεχμέτ, διοικητή χωροφυλακής του Καραμουσάλ.


Η δύναμη αυτή, ακολουθούμενη από πλήθος Τούρκων χωρικών, πολιόρκησε το Φούλατζικ από τα χαράματα της Κυριακής 21 Ιουνίου 1920. Αφού ασφάλισε όλα τα περάσματα, ώστε οι πολιορκημένοι να μην μπορούν να διαφύγουν, την Τρίτη 23 Ιουνίου 1920 μπήκαν πάνοπλα τμήματα στο χωριό και κάθισαν στα καφενεία της αγοράς. Εκεί ο αρχηγός τους Τζεμάλ μπέης κάλεσε τον πρόεδρο του χωριού Γεώργιο Χατζηχρήστου, τον ιερέα παπα-Φίλιππο Καλοκίδη και τους άλλους προκρίτους και τους διέταξε να παραδώσουν τα όπλα του χωριού, με την απειλή ότι θα επακολουθήσει έρευνα και αν σε κάποιο σπίτι βρεθούν όπλα, οι μεν ένοικοι θα σφαγιασθούν, το δε σπίτι θα πυρποληθεί.

Οταν παραδόθηκαν τα τουφέκια του χωριού, διέταξαν τον πρόεδρο και τον παπα-Φίλιππο να συγκεντρώσουν τα χρήματα και τα κοσμήματα του κόσμου, όπως και έγινε. Στους κατοίκους του χωριού επικρατούσε σιγή θανάτου. Τελικά, δόθηκε η εντολή στον παπα-Φίλιππο: Ολοι οι άντρες του χωριού από 14 ετών και άνω να συγκεντρωθούν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου δήθεν θα τους μιλούσε ο Τζεμάλ μπέης.

Ολοι τότε κατάλαβαν τι επρόκειτο να συμβεί και προσπάθησαν να κρυφτούν. Βλέποντας αυτό οι Τούρκοι έβγαλαν «τελάλη» και απείλησαν ότι όποιος βρεθεί στο σπίτι του ή στο δρόμο θα τουφεκιστεί. Τελικά, γύρω στις 15.00 μ.μ., ύστερα από έρευνες και υπό την απειλή των όπλων οδηγήθηκαν στην εκκλησία περίπου 300 άτομα και κλείσθηκαν μέσα.


Οταν οι μελλοθάνατοι συγκεντρώθηκαν στο ναό, μπήκε μέσα ο σαδιστής Τζεμάλ μπέης και, μπροστά 
στα μάτια των άλλων εγκλείστων, βασάνισε με απερίγραπτη βαρβαρότητα τον εβδομηντάχρονο ιερέα και εθνομάρτυρα παπα-Φίλιππο. Τού πέρασε καπίστρι στο λαιμό και χαλινάρι στο στόμα, του έβγαλε με μαχαίρι το ένα του μάτι, τον έσυρε στο Ιερό, κι εκεί τον έσφαξε σαν αρνί, επάνω στην Αγία Τράπεζα. Επειτα έσυραν το σώμα του έξω, με το κεφάλι να κρέμεται, τον έδεσαν πίσω από ένα άλογο, το έσυραν στους δρόμους του χωριού και το πέταξαν σε μια χαράδρα. Στη συνέχεια έδεσαν απ’ έξω την πόρτα της εκκλησίας και έβαλαν φωτιά για να κάψουν ζωντανούς τους κλεισμένους. 

Οι τελευταίοι, προκειμένου ν’ αποφύγουν το φρικτό θάνατο, αποφάσισαν να σπάσουν την πόρτα και να ξεχυθούν έξω από το ναό, γνωρίζοντας ότι τους περίμεναν τα τουφέκια και τα μαχαίρια. Πολλοί τουφεκίστηκαν βγαίνοντας, ενώ οι τραυματίες σφάχτηκαν στον περίβολο της εκκλησίας… Ομως δεν αρκέσθηκαν στους 300 της εκκλησίας.

Γνώριζαν ότι ο ανδρικός πληθυσμός του χωριού ήταν μεγαλύτερος και για το λόγο αυτό συνέχισαν τις έρευνες στα σπίτια, πριν τα πυρπολήσουν.
Οδήγησαν έξω από το χωριό περί τα δέκα κορίτσια, που τα υποχρέωσαν να γδυθούν και να χορεύουν υπό τους ήχους ζουρνάδων και νταουλιών, πάνω από τα πτώματα των χωριανών. Πολλές γυναίκες ατιμάσθηκαν από τον ξεχαλίνωτο όχλο. Ακολούθησε ένα νέο Ζάλογγο, καθώς περί τις είκοσι μικρομάνες έπεσαν μαζί με τα παιδιά τους στον γκρεμό για να γλιτώσουν από την ατίμωση…

Το σύνολο των νεκρών της σφαγής, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και βρέφη, δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί. Μέχρι σήμερα εντοπίσθηκαν 182 ονόματα, ενώ οι συνέπειες της φυγής στο βουνό, οι στερήσεις, οι ασθένειες και η πείνα προκάλεσαν ανεξακρίβωτο αριθμό επιπλέον θυμάτων.

* Νομικός, ερευνητής της τοπικής ιστορίας του Φούλατζικ




Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Τρίτη 9 και Τετάρτη 10 Ιουλίου ακούστε δύο ραδιοφωνικές εκπομπές με τεκμήρια, από τον Β΄Βαλκανικό Πόλεμο, του Αρχείου Καλλάρη, στη συχνότητα 89,5



Την Τρίτη 9 και Τετάρτη 10 Ιουλίου του 2013
και στις 12.01 συντονιστείτε με τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας και την εκπομπή:

ΟΙ ΣΤΡΑΤΟΙ ΤΩΝ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟΝ Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ
Με τον Κώστα Παππά.

Καλεσμένη της εκπομπής η δημοσιογράφος και ιστορική ερευνήτρια Νατάσα Μποζίνη.

Μαζί με τον Κωνσταντίνο Παππά θα ΄΄ανασύρουν΄΄ και θα δημοσιοποιήσουν τεκμήρια που αφορούν στις συνθήκες και την ψυχολογία των στρατευμάτων που έλαβαν μέρος στον Β΄Βαλκανικό αγώνα του 1913.

Μεταξύ των ντοκουμέντων και:

Σε πρώτη ακρόαση και σε ηχητική μορφή, η επιστολή που έστειλε στις 28-05-1913 από τη Θεσσαλονίκη, στη μητέρα της στην Αθήνα, η Μαρία Καλλάρη.
Είναι μια προδημοσίευση του Audiobook ΄΄Ντοκουμέντα από τα Μέτωπα΄΄ των ηχητικών εκδόσεων Studio Amid.

Την επιστολή διαβάζει η ηθοποιός Ματίνα Νικολάου.
Περιγράφει τη τιμητική δεξίωση για τα στρατεύματα ξηράς και Θαλάσσης, που δόθηκε στον κήπο του Λευκού Πύργου και πολλές σκηνές από την πόλη.

Επίσης μεταξύ άλλων θα γίνει αναφορά:
Στην  εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης όπως τη σχεδίασε και ολοκλήρωσε, αναίμακτα, ο Κωνσταντίνος Καλλάρης

Στις συνθήκες στα μέτωπα του Κιλκίς, των Σερρών, της Δράμας, της Καβάλας, μέσα από το προσωπικό ημερολόγιο του δεκανέα Κωνσταντίνου Λινάρδου, τις αναφορές του Διοικητή της 7ης Μεραρχίας Ναπολέωντα Σωτίλη και τις ανταποκρίσεις του δημοσιογράφου και Δίοπα στο θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ, Κωνσταντίνου Φαλτάιτς.

Τέλος θα ακούσουμε ηχητικό απόσπασμα από το αφήγημα του Κ. Φαλτάιτς: ΄΄Ο Σωσμός Της Καβάλλας΄΄ από τον Συγγραφέα και Εικαστικό Δημήτρη Μανίνη.

Συντονιστείτε και
Ακούστε Live τη ραδιοφωνική εκπομπή