Του Βλάση Αγτζίδη (*)
Μια
από τις πλέον άγνωστες σελίδες του μικρασιατικού δράματος ξετυλίχθηκε στη
Βιθυνία, στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Ενενήντα χρόνια μετά τα όσα συνέβησαν
στην περιοχή της Νικομήδειας, η σε βάθος μελέτη ακόμα εκκρεμεί. Εν τούτοις
όμως, κάποια στιγμιότυπα χρησιμοποιούνται ως επιχείρημα αρνητιστικών (negotiationism)προσεγγίσεων
στην περί των μικρασιατικών ιδεολογική σύγκρουση.
Η περιοχή της Βιθυνίας -που το Μεσαίωνα οι Σελτζούκοι
αποκαλούσαν Villayet-i Yunani, δηλαδή «Ελλάδα»- χαρακτηριζόταν στις αρχές του
20ου αιώνα από την πολυεθνικότητα. Ρωμιοί (ελληνόφωνοι, τουρκόφωνοι και
κάποιοι σλαβόφωνοι), Αρμένιοι (αρμενόφωνοι και τουρκόφωνοι), Εβραίοι, Λεβαντίνοι,
Μουσουλμάνοι (τουρκόφωνοι, αλβανόφωνοι, σλαβόφωνοι, κιρκασιόφωνοι,
αμπχαζόφωνοι), συναπάρτιζαν το πολύχρωμο εθνολογικό μωσαϊκό της περιοχής.
Τα πρώτα σημάδια ότι έφτανε στο τέλος της η κατά τα άλλα ειρηνική ζωή, θα
εμφανιστούν όταν θα εγκατασταθούν στην περιοχή οι «μποσνάκηδες» δηλαδή
σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τις περιοχές της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.
Οι επήλυδες αυτοί θα επανδρώσουν σε μεγάλο βαθμό τις σκληρές εθνικιστικές
οργανώσεις που θα συγκροτήσουν στην αρχή οι Νεότουρκοι και οι κεμαλικοί
αργότερα.
Στη συνέχεια, με την ισχυροποίηση των Νεότουρκων, τη
σκλήρυνση της πολιτικής τους και την έναρξη των διώξεων από το 1914, οι
συνθήκες ομαλής διεθνοτικής συμβίωσης θα διαταραχθούν έντονα. Η πρώτη
περίοδος των σκληρών διωγμών (1914-1918) κατά των χριστιανικών κοινοτήτων θα
λάβει τέλος με την ήττα της νεοτουρκικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η δεύτερη φάση των διώξεων θα ξεκινήσει με τη συγκρότηση του
κεμαλικού εθνικιστικού μετώπου. Σύμφωνα με τον Τούρκο ιστορικό Taner Aksam, οι
πρώτες δυνάμεις που θα επανδρώσουν το κεμαλικό στρατόπεδο θα είναι οι παλιοί
παρακρατικοί εθνικιστές των Teskilat I Mahsusa που βαρύνονταν με τα εγκλήματα
γενοκτονίας της πρώτης περιόδου και διώκονταν από τις επίσημες οθωμανικές αρχές
της Κωσταντινούπολης.
Σύμφωνα με
τις καταγγελίες της οθωμανικής κυβέρνησης, ο Μουσταφά Κεμάλ είχε προσανατολίσει
τις άτακτες ομάδες που συντάχθηκαν μαζί του στη λεηλασία και την καταστροφή των
χριστιανικών πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών που βρίσκονταν εντός της εμβέλειας
δράσης τους.
Στο πλαίσιο αυτό θα συμβεί το Ολοκαύτωμα της ελληνικής κωμόπολης
Φούλατζικ (Φωλίτσα) του Νομού Νικομήδειας (Izmit) στις 23 Ιουνίου 1920. Ο Δ.
Σταματόπουλος αναφέρει ότι «Πριν από τη Μικρασιατική
Καταστροφή ο πληθυσμός του χωριού ανερχόταν σε 2.500 κατοίκους (700
σπίτια)». Λίγες μέρες αργότερα θα ακολουθήσει και η σφαγή της ελληνικής
κοινότητας της πόλης της Νικομήδειας.
Κεμαλικοί εναντίον όλων
Το μέτωπο της σύγκρουσης στην περιοχή έχει πολύ ενδιαφέρον
και υπονομεύει εντελώς τον παραδοσιακό τρόπο, με τον οποίο ακόμα και μοντέρνοι
ιστορικοί προσεγγίζουν τα γεγονότα. Από τη μια υπάρχουν οι κεμαλικές ένοπλες
ομάδες που έχουν εντολή να εκκαθαρίσουν την περιοχή από τους ανεπιθύμητους
πληθυσμούς, κυρίως από τους χριστιανικούς (ελληνικούς και αρμενικούς), αλλά και
τους οθωμανικούς (δηλαδή πληθυσμούς πιστούς στο σουλτάνο και το χαλιφάτο),
εβραϊκούς, καθώς και τους εχθρικά διακείμενους προς τους κεμαλικούς
μουσουλμανικούς (εθνότητες του Καυκάσου που κατοικούσαν στην Βιθυνία, όπως
Κιρκάσιοι, Αμπχάζιοι, κ.ά.) και από την άλλη όλοι οι υπόλοιποι.
Ο ελληνικός στρατός έφτασε στην περιοχή ένα χρόνο μετά τις σφαγές, στις 7-11
Ιουνίου του 1921, μετά από αίτημα των συμμαχικών αρχών που αδυνατούσαν να
αντιμετωπίσουν τις κεμαλικές επιθέσεις στη ζώνη ευθύνη τους. Τα γεγονότα που
ακολούθησαν σχετίζονται κυρίως με την διεθνή χρησιμοποίηση από συγκεκριμένους
πολιτικούς κύκλους των αντεκδικήσεων που έκαναν αρμενικές, ελληνικές,
κιρκασιανές και αμπχάζικες ένοπλες ομάδες κατά του άμαχου τουρκικού πληθυσμού
που είχε συνταχθεί με τους κεμαλικούς και των αγριοτήτων που όντως
διαπράχτηκαν.
Οι βιαιοπραγίες αυτές θα συμβούν σε μια δύσκολη για τους
Έλληνες ιστορική στιγμή: Οι εκλογές του Νοεμβρίου του ’20 είχαν φέρει στην
εξουσία τους παλιούς φιλογερμανούς του Λαϊκού Κόμματος, οι οποίοι παλινόρθωσαν
τη μοναρχία και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, παρ’ όλες τις έντονες αντιδράσεις
και προειδοποιήσεις των Γάλλων και των Βρετανών.
Ως αντίδραση σ’ αυτές
τις εξελίξεις οι έως τότε σύμμαχοι, άρχισαν να προσεγγίζουν τον Μουσταφά Κεμάλ.
Ειδικά οι Γάλλοι και οι Ιταλοί είχαν πλέον εμφανίσει ανοιχτή αντι-ελληνική και φιλοκεμαλική
στάση. Οι Βρετανοί είχαν προβεί σε κήρυξη ουδετερότητας.
Οι εκλογές στην Ελλάδα ενίσχυσαν επίσης, εις βάρος της
κυρίαρχης έως τότε φιλελληνικής πολιτικής του Λόιντ Τζορτζ, το φιλοκεμαλικό
στρατόπεδο των «αποικιστών», που δεν ήθελε την υπερίσχυση της Ελλάδας στο
μικρασιατικό χώρο. Στο στρατόπεδο των «αποικιστών» ανήκαν τόσο ο Ουίνστον
Τσόρτσιλ, όσο και ο ελληνιστής Άρνολντ Τόιμπι.
Οι αντεκδικήσεις στη Νικομήδεια
θα χρησιμοποιηθούν από τις φιλοκεμαλικές δυνάμεις των συμμάχων για να επηρεάσουν
αρνητικά την κοινή γνώμη των κρατών τους. Ακριβώς το ρόλο αυτό έπαιξαν με
επιτυχία τόσο ο Τόιμπι, όσο και η Διασυμμαχική Επιτροπή που διερεύνησε τα
γεγονότα.
Έτσι, θα αποσιωπηθούν εντελώς τα κεμαλικά εγκλήματα που προηγήθηκαν
και άνοιξαν τους ασκούς της Βίας στην περιοχή, θα ενοχοποιηθούν οι ελληνικές
στρατιωτικές δυνάμεις για όλες τις πράξεις αντεκδίκησης, ακόμα και αυτές
των Κιρκασίων και των Αμπχαζίων. Και βεβαίως, τα τεκμήρια της φιλοκεμαλικής
προκατειλημμένης γαλλικής στάσης για τα γεγονότα της Νικομήδειας φυλάσσονται
έως σήμερα στα στρατιωτικά αρχεία στον πύργο Vincennes στο Παρίσι και φαίνεται
ότι αποτελούν τη μοναδική πηγή πληροφόρησης για κάποιους Έλληνες
ιστορικούς.
Προσπαθώντας να καταγράψουμε τα γεγονότα που εγκαινίασαν τον
κύκλο της βίας στην περιοχή της Νικομήδειας (Iznik) είχαμε την αμέριστη
συμπαράσταση της«Εταιρείας Μικρασιατικών Σπουδών και Ερευνών Ευρωπού» και
του δραστήριου πρόεδρού της Απόστολου Καραγιαννόπουλου. Τον ερευνητικό αυτό
θεσμό δημιούργησαν πρόσφυγες από το Φούλατζικ της Βιθυνίας και την Τσαντώ της
Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στον Ευρωπό του νομού Κιλκίς.
—————————————-
Ο θρήνος για τη σφαγή του Φούλατζικ
Η σφαγή στο Φούλαντζικ και η βία που άσκησαν οι
κεμαλικοί κατά των χριστιανικών, κιρκασιανών και οθωμανών «παλαιότουρκων»
συμπρτριωτων τους αποτυπώνεται στον παρακάτω θρήνο στην τούρκικη γλώσσα των
Ελλήνων της κωμόπολης, όπου ο απεχθής εχθρός δεν έχει εθνικά χαρακτηριστικά
αλλά είναι απλώς «οι κεμαλικοί»
Κεμαλιν ανταμλαρί χαρμανλαρντάν ιντιλέρ,
Σαλέ γκιουνού Φουλατζιγι μπαστιλάρ,
γκιουζέλ καριλαρί αϊρί κοϊντουλάρ,
βε τσιπλάκ οϊναττιλάρ.
Τσοτζουκλαριμιζι όλμεντεν μεζαρά κοϊντουλάρ,
ερκεκλερί κλίσενιν ιτσιντέ γιαχτιλάρ,
παπαζιν αγζινά γκεμλερί γκετσιρντιλέρ.
Γετίς Γιουνανιστανίμ, γετίς,
γιαρντίμ κίμσεντεν γιόκτουρ.
Δηλαδή:
Οι κεμαλικοί κατέβηκαν από τ’αλώνια,
κι ημέρα Τρίτη πάτησαν το Φουλαζίκ,
διάλεξαν τις ωραίες μας και τις έβαλαν
γυμνές στο χορό.
Έθαψαν τα παιδιά μας ολοζώντανα,
τους άνδρες έκαψαν στην εκκλησιά,
και στου παπά το στόμα πέρασαν χαλινάρι.
Φθάσε Ελλάδα μου, φθάσε, δεν έχω βοήθεια.
Το θρήνο διέσωσε ο δημοσιογράφος-απεσταλμένος της
εφημερίδας “Εμπρός” των Αθηνών και μετέπειτα συγγραφέας
Κωνσταντίνος Φάλταϊτς, με καταγωγή από την Σκύρο. Ο Φαλτάιτς κατέγραψε
περίπου ένα χρόνο μετά, τις μαρτυρίες των διασωθέντων
Φουλατζικιωτών μετά τη σφαγή, στους προσφυγικούς καταυλισμούς
της Νικομήδειας.
Οι εμπειρίες από τους πρόσφυγες πρωτοδημοσιεύτηκαν σ’ ένα
βιβλίο με την υπογραφή Φ.Κ. (Νοέμβριος 1921).
Ως άμεσος μάρτυρας, ο Φαλτάιτς περιγράφει με
συγλονιστικό τρόπο αυτά που συνάντησε: «Εξήντα χιλιάδες άνθρωποι, Έλληνες,
Αρμένιοι, Κιρκάσιοι, Αλβανοί, Πέρσαι και Τούρκοι ακόμη έφευγαν μαζί με τον
Ελληνικό στρατό, παίρνοντας μαζί των μόνο τη ψυχή των, στο πλησίασμα των
Τούρκων του Κεμάλ, και εύρισκαν σωτηρία και άσυλο στην ελεύθερον Ελλάδα ….
Από την περιοχή της Νικομήδειας, μια περιοχή με
σαρανταπέντε σχεδόν ελληνικές πολιτείες και χωριά, με σαράντα σχεδόν αρμενικά
χωριά και πολιτείες και με άλλα τόσα κιρκασιακά , δεν έχει μείνη σήμερα άλλο
τίποτα από στάχτη και ερείπια, και οι εκατό χιλιάδες των σφαγιασμένων κατά τον
αγριότερο τρόπο πού έχει να μας δείξει η ιστορία ανθρώπων, και οι σωροί οι
ατελείωτοι των ανθρωπίνων κοκκάλων που είναι σκορπισμένα στα βουνά , στους
κάμπους, στα δάση και στις χαράδρες της Νικομήδειας……»
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ *
Το σύνολο των νεκρών της σφαγής, μεταξύ των οποίων υπήρχαν
και βρέφη, δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί. Μέχρι σήμερα εντοπίσθηκαν 182
ονόματα
Τον Ιούνιο του 1920 οι κεμαλικές συμμορίες οργάνωσαν
εκστρατεία για να κάψουν το Φούλατζικ, που το αποκαλούσαν «Κιουτσούκ
Γιουνανιστάν» (Μικρή Ελλάδα), να σφαγιάσουν τους κατοίκους του και να ληστέψουν
τις περιουσίες τους. Για το σκοπό αυτό συγκεντρώθηκαν περίπου εξακόσιοι άτακτοι
οπλοφόροι (τσέτες), αλλά και τακτικός στρατός με διοικητή τον οπλαρχηγό Χατζή
Μεχμέτ, διοικητή χωροφυλακής του Καραμουσάλ.
Η
δύναμη αυτή, ακολουθούμενη από πλήθος Τούρκων χωρικών, πολιόρκησε το Φούλατζικ
από τα χαράματα της Κυριακής 21 Ιουνίου 1920. Αφού ασφάλισε όλα τα περάσματα,
ώστε οι πολιορκημένοι να μην μπορούν να διαφύγουν, την Τρίτη 23 Ιουνίου 1920
μπήκαν πάνοπλα τμήματα στο χωριό και κάθισαν στα καφενεία της αγοράς. Εκεί ο
αρχηγός τους Τζεμάλ μπέης κάλεσε τον πρόεδρο του χωριού Γεώργιο Χατζηχρήστου,
τον ιερέα παπα-Φίλιππο Καλοκίδη και τους άλλους προκρίτους και τους διέταξε να
παραδώσουν τα όπλα του χωριού, με την απειλή ότι θα επακολουθήσει έρευνα και αν
σε κάποιο σπίτι βρεθούν όπλα, οι μεν ένοικοι θα σφαγιασθούν, το δε σπίτι θα
πυρποληθεί.
Οταν παραδόθηκαν τα τουφέκια του χωριού, διέταξαν τον
πρόεδρο και τον παπα-Φίλιππο να συγκεντρώσουν τα χρήματα και τα κοσμήματα του
κόσμου, όπως και έγινε. Στους κατοίκους του χωριού επικρατούσε σιγή θανάτου.
Τελικά, δόθηκε η εντολή στον παπα-Φίλιππο: Ολοι οι άντρες του χωριού από 14
ετών και άνω να συγκεντρωθούν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου δήθεν θα
τους μιλούσε ο Τζεμάλ μπέης.
Ολοι τότε κατάλαβαν τι επρόκειτο να συμβεί και
προσπάθησαν να κρυφτούν. Βλέποντας αυτό οι Τούρκοι έβγαλαν «τελάλη» και
απείλησαν ότι όποιος βρεθεί στο σπίτι του ή στο δρόμο θα τουφεκιστεί. Τελικά,
γύρω στις 15.00 μ.μ., ύστερα από έρευνες και υπό την απειλή των όπλων
οδηγήθηκαν στην εκκλησία περίπου 300 άτομα και κλείσθηκαν μέσα.
Οταν οι μελλοθάνατοι συγκεντρώθηκαν στο ναό, μπήκε μέσα ο
σαδιστής Τζεμάλ μπέης και, μπροστά
στα μάτια των άλλων εγκλείστων, βασάνισε
με απερίγραπτη βαρβαρότητα τον εβδομηντάχρονο ιερέα και εθνομάρτυρα παπα-Φίλιππο.
Τού πέρασε καπίστρι στο λαιμό και χαλινάρι στο στόμα, του έβγαλε με μαχαίρι το
ένα του μάτι, τον έσυρε στο Ιερό, κι εκεί τον έσφαξε σαν αρνί, επάνω στην Αγία
Τράπεζα. Επειτα έσυραν το σώμα του έξω, με το κεφάλι να κρέμεται, τον έδεσαν
πίσω από ένα άλογο, το έσυραν στους δρόμους του χωριού και το πέταξαν σε μια
χαράδρα. Στη συνέχεια έδεσαν απ’ έξω την πόρτα της εκκλησίας και έβαλαν φωτιά
για να κάψουν ζωντανούς τους κλεισμένους.
Οι τελευταίοι, προκειμένου ν’
αποφύγουν το φρικτό θάνατο, αποφάσισαν να σπάσουν την πόρτα και να ξεχυθούν έξω
από το ναό, γνωρίζοντας ότι τους περίμεναν τα τουφέκια και τα μαχαίρια. Πολλοί
τουφεκίστηκαν βγαίνοντας, ενώ οι τραυματίες σφάχτηκαν στον περίβολο της
εκκλησίας… Ομως δεν αρκέσθηκαν στους 300 της εκκλησίας.
Γνώριζαν ότι ο ανδρικός
πληθυσμός του χωριού ήταν μεγαλύτερος και για το λόγο αυτό συνέχισαν τις
έρευνες στα σπίτια, πριν τα πυρπολήσουν.
Οδήγησαν έξω από το χωριό περί τα δέκα κορίτσια, που τα
υποχρέωσαν να γδυθούν και να χορεύουν υπό τους ήχους ζουρνάδων και νταουλιών,
πάνω από τα πτώματα των χωριανών. Πολλές γυναίκες ατιμάσθηκαν από τον
ξεχαλίνωτο όχλο. Ακολούθησε ένα νέο Ζάλογγο, καθώς περί τις είκοσι μικρομάνες
έπεσαν μαζί με τα παιδιά τους στον γκρεμό για να γλιτώσουν από την ατίμωση…
Το σύνολο των νεκρών της σφαγής, μεταξύ των οποίων υπήρχαν
και βρέφη, δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί. Μέχρι σήμερα εντοπίσθηκαν 182
ονόματα, ενώ οι συνέπειες της φυγής στο βουνό, οι στερήσεις, οι ασθένειες και η
πείνα προκάλεσαν ανεξακρίβωτο αριθμό επιπλέον θυμάτων.
* Νομικός, ερευνητής της τοπικής ιστορίας του Φούλατζικ