ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

“Οπτικοακουαστικό ντοκουμέντο. Η ιστορία της Ευαγγελίας Κουτσαντώνη – Αϊβάζογλου που έχασε 23 άρρενες συγγενείς στην Μικρασιατική Καταστροφή“.

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

ΜΕΡΟΣ Γ-Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Του Νίκου Καραγιαννακίδη*
(Δημοσιεύτηκε στον τόμο "Στοιχεία Ιστορίας του Νομού Καβάλας", έκδοση Δήμου Καβάλας, Καβάλα 2012.)

ΤΟ Α ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
ΤΟ Β ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ

5.         Ο Μεταπόλεμος, τα δύσκολα χρόνια κι η μετανάστευση (1950 – 1974)

Ο Εμφύλιος τέλειωσε, αλλά η Καβάλα δεν έπαψε να αντιμετωπίζει προβλήματα. Εκτός από τις καταστροφές της σχεδόν δεκαετούς πολεμικής περιόδου, είχε να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό των ποικιλιών καπνού που επεδίωκαν να εκτοπίσουν τα «ανατολικά καπνά» που επεξεργάζονταν αυτοί που απασχολούνταν στα καπνομάγαζα της πόλης. Τελικά, στα 1953 καταργήθηκε διά νόμου ο «κλειστός» χαρακτήρας του καπνεργατικού επαγγέλματος κι έτσι οποιοσδήποτε μπορούσε να εργαστεί στα καπνομάγαζα.



 Η επιδίωξη των καπνεμπόρων να συμπιέσουν το κόστος της παραγωγής έστειλε χιλιάδες άνδρες, μέχρι τότε ασφαλισμένους στο Τ.Α.Κ., στην ανεργία και την υποαπασχόληση. Τη θέση τους πήραν οι λιγότερο αμειβόμενες γυναίκες.
 Η Καβάλα αντιμετώπισε δύσκολες μέρες και την κατάσταση άμβλυναν κάποια κατασκευαστικά έργα που έγιναν.

Επιπλέον, πολλοί καπνεμπορικοί οίκοι μετέφεραν τις εργασίες από την πόλη και τα καπνομάγαζα άρχισαν να αδειάζουν και να γίνονται σιωπηλοί όγκοι δίχως ζωή.
Μια λύση στο πρόβλημα της ανεργίας έδωσε τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η μετανάστευση προς τη Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο, την Αμερική και άλλους μακρινούς προορισμούς.
Παρά τη μέριμνα που προσπάθησε να επιδείξει η κυβέρνηση τού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος επισκέφθηκε το 1957 την Καβάλα, επικεφαλής κλιμακίου υπουργών, και τα έργα, που αποφασίστηκε να γίνουν, ώστε να αντιμετωπιστεί η ανεργία, η κατάσταση κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1950 ήταν σκοτεινή. 



Η καπνεπεξεργασία και η οικοδομική δραστηριότητα βρισκόταν σε ύφεση και οι αμοιβές όσων απασχολούνταν στα καπνομάγαζα μειώνονταν συνεχώς.

Η κατάσταση φάνηκε να βελτιώνεται με τη συνδρομή δύο παραγόντων. Ο ένας ήταν η μετανάστευση, που μείωσε τον αριθμό όσων αντιμετώπιζαν πρόβλημα ανεργίας. Ο άλλος ήταν τα διάφορα έργα, που άρχισαν να πραγματοποιούνται στην πόλη τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960.
Το μεταναστευτικό ρεύμα ξεκίνησε στα 1951-’52, αλλά εντάθηκε μετά το «άνοιγμα» της καπνεπεξεργασίας κι έφτασε στο αποκορύφωμά του στο διάστημα από το 1959 ως το 1963, όταν αρκετοί κάτοικοι της πόλης (και του νομού) άρχισαν να φεύγουν στο Βέλγιο και κυρίως στη Γερμανία. Δεν ήταν εποχή που τα χρήματα στερούνταν αγοραστικής δύναμης. Αυτό που ωθούσε στη μετανάστευση ήταν η έλλειψη θέσεων εργασίας. 
 Η μετανάστευση υποστηρίχτηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή,  οποία ήθελε με αυτόν τον τρόπο να «απαλλαγεί» από ένα μέρος του πληθυσμού, που αντιμετώπιζε πρόβλημα ανεργίας.



 Η διαδικασία που ακολουθούνταν ήταν η ακόλουθη: τα ξένα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων ήταν βιοτεχνίες, μηχανουργεία, ορυχεία, χυτήρια κ.λ.π, έστελναν προκηρύξεις ζητώντας εργάτες και καθορίζοντας τις απαιτούμενες γνώσεις και δεξιότητες. Λειτουργώντας υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κρατικού μηχανισμού, ταξιδιωτικά γραφεία της πόλης και έξω από αυτήν πουλούσαν εισιτήρια, πληροφορίες και αναλάμβαναν, έναντι αμοιβής, τη διεκπεραίωση της υπόθεσης. 

Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, ήταν να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να προσκομίσει πιστοποιητικό υγείας, αντίγραφο ποινικού μητρώου και πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, βεβαίωση δηλαδή ότι δεν ήταν «επικίνδυνος διά την δημοσίαν ασφάλειαν».
Ακόμη, η εφαρμογή της αντιπαροχής ενίσχυσε την οικοδομική και οικονομική δραστηριότητα, αλλά στο πέρασμα από τις μονοκατοικίες στο διαμέρισμα χάθηκαν πολλά όμορφα νεοκλασικά.
Η δικτατορία του 1967 μετέβαλε τον οικονομικό προσανατολισμό της πόλης. Ενισχύθηκε ο τομέας των υπηρεσιών και η πόλη μετατράπηκε σε διοικητικό κέντρο, χωρίς να ενισχυθεί η παραγωγική της υποδομή.
Βέβαια, το συνάλλαγμα που εισέρρεε και η λειτουργία, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, της Βιομηχανίας Φωσφορικών Λιπασμάτων ενίσχυσε την τοπική οικονομία. Ακόμη, δημιουργήθηκαν αρκετές βιοτεχνικές μονάδες, που τόνωσαν κάπως την απασχόληση.

6.         Η Μεταπολίτευση και η κατοπινή παρακμή

Μεταπολιτευτικά, η κατάσταση έδειχνε να σταθεροποιείται και η έναρξη, στη δεκαετία του 1980, της λειτουργίας των εγκαταστάσεων άντλησης πετρελαίου στην περιοχή της Θάσου φάνηκε ως μέτρο σημαντικής τόνωσης της οικονομίας της πόλης.



Το μεταναστευτικό ρεύμα σταμάτησε στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Πολλοί έμειναν δέκα ή δεκαπέντε χρόνια και κάποιοι παρέμειναν μόνιμα στο εξωτερικό· σήμερα, πολλοί από την τελευταία κατηγορία επιστρέφουν για λίγο καιρό στην Καβάλα. 


Η επιστροφή των μεταναστών, πάντως, ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Όμως, η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μετά το 1989 και η συνακόλουθη δημιουργία νέων επενδυτικών ευκαιριών χαμηλού εργατικού και παραγωγικού κόστους συνέβαλαν στη φυγή από την πόλη σχεδόν όλων των παραγωγικών μονάδων.
Οι νέοι «πρόσφυγες», οι οικονομικοί μετανάστες από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, έφτασαν στην Καβάλα για να βρουν μια καλύτερη ζωή και προσέφεραν ένα φθηνό εργατικό δυναμικό σε τομείς που οι Έλληνες δεν πήγαιναν να εργαστούν. Η οικοδομική δραστηριότητα φάνηκε να ανακάμπτει.

Όμως η Καβάλα άρχισε, στο όνομα της ανάπτυξης της Θράκης, να χάνει υπηρεσίες που μετεγκαταστάθηκαν, να χάνει αρμοδιότητες και ευκαιρίες πρόσβασης σε αναπτυξιακά και επενδυτικά προγράμματα. Πολλοί επισημαίνουν πως η πόλη «ξοδεύει από τα έτοιμα, τρώει τις ίδιες της τις σάρκες».
Βέβαια, στα χρόνια που πέρασαν, χιλιάδες από τα νέα παιδιά της Καβάλας σπούδασαν και αποτελούν -όσα έμειναν στην πόλη και δεν αναζήτησαν την τύχη τους στη Θεσσαλονίκη ή ακόμη μακρύτερα, αφού το ποσοστό της ανεργίας στο νομό είναι πολύ υψηλό- ένα πολύτιμο κεφάλαιο γι’ αυτήν .
Αν, όπως συζητείται, υπάρξει σχεδιασμός για τουριστική ανάπτυξη, η μετατροπή της Καβάλας σε κέντρο παροχής τουριστικών υπηρεσιών, με κατάλληλο σχεδιασμό, προγραμματισμό και δημιουργία ανάλογων έργων υποδομής ενδέχεται να δώσει στην πόλη ένα νέο βηματισμό και μια νέα προοπτική.
   

Σημείωμα μνήμης 1:

Ρέει η μνήμη της πόλης
Αλλάζει χάνεται το πρόσωπο του ποταμού
Η θάλασσα, η θάλασσα φωνάζω
Πανσέληνος φωτίζει το κουρεμένο μου κεφάλι
Και φεύγουν κάργες στα τείχη
Χάνονται στο μαύρο καραγάτσι
Σημαίες κόκκινες τότε στο γκαστρωμένο ουρανό
Φωνές δαγκώνουν φωνές την άκρη του χρόνου
Τον άνεμο αγκάλιασαν τον παγωμένο αγέρα
Κέρδη της συναλλαγής της προδοσίας κέρδη
Είχαν σοδειά καλή τ’ αφεντικά
Κι άφησαν πίσω τους πέτρες διατηρητέες
Φαρμάκι της αλαζονείας στο αίμα πώς κυλάς;
Πώς κηλίδα μελάνης κρύβεις τον ήλιο;

Σιωπηλός ελπίζοντας σε μεγάλη καταστροφή
Παραμένω

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, «Ρέει η μνήμη της πόλης», από την ποιητική συλλογή Πάροδος Μοναστηρίου, εκδ. στιγμή, Αθήνα, 1989.



Σημείωμα μνήμης 2:

«Το βουνό γύρω… κάνει το φως πιο κοφτερό και φωτίζει ανελέητα τις πολυκατοικίες που πληγώνουν ανελέητα τον ουρανό με την ευτέλειά τους, γιατί χτίστηκαν είτε βιαστικά είτε φθηνά και προπάντων για να προλάβει η πόλη την ανάπτυξη, αφού τη δεκαετία του πενήντα, εποχή που οι άλλες πόλεις γνώριζαν τις λέξεις «αντιπαροχή», «γκαρσονιέρα και μπανιέρα», θερμοσίφωνο και κοινόχρηστα» αυτή άρχισε να παρακμάζει με την εξαφάνιση του καπνεμπορίου πού τη στήριζε. 

Μέσα σε μια δεκαετία, αυτήν του εβδομήντα, ρήμαξε και κατεδάφισε οτιδήποτε παλιό και σοφό έχτισε σιγά σιγά ο χρόνος και οι άνθρωποι για να φορέσει αυτό το κοινό κι αδιάφορο πρόσωπο πού δεν έχεις όρεξη ούτε να το κοιτάξεις, γιατί ξέρεις πώς δεν κρύβει εκπλήξεις».
(Κοσμάς Χαρπαντίδης, Μανία Πόλεως, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, 1993, σ. 17).


*Ο Νίκος Ε. Καραγιαννακίδης είναι ιστορικός,
υποψήφιος διδάκτωρ Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο,
nikhistor@gmail.com, blog: nikhistor.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου