ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

“Οπτικοακουαστικό ντοκουμέντο. Η ιστορία της Ευαγγελίας Κουτσαντώνη – Αϊβάζογλου που έχασε 23 άρρενες συγγενείς στην Μικρασιατική Καταστροφή“.

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Ήρώες και Ηρωίδες από τη Μακεδονία στην Επανάσταση του 1821


Πριν από λίγες ημέρες στο  Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Θεσσαλονίκης ο Σύλλογος των Φίλων του Κέντρου οργάνωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση με θέμα:΄΄ Ήρωες και Ηρωίδες από τη Μακεδονία κατά την Επανάσταση του 1821΄΄
Ο λόγος για τους: Εμμανουήλ  και  Αφέντρας Παπά,  Αντώνη και  Δόμνας Βιζβίζη, Φραντζή Κούταβου, Τάσου Καρατάσου και Καρατάσαινας, Ζαφειράκη Λογοθέτη και Χρυσάφως Ζαφειράκαινας, Αγγελή Γάτσου και Γάτσαινας, Γιαννάκη Καρατάσου κ.α..

Οι ομιλητές ήταν:
Αθανάσιος Καραθανάσης, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
(Η επανάσταση του 1821 στις Σέρρες, Χαλκιδική και Θεσσαλονίκη).

Αθηνά Τζινίκου - Κακούλη, ιστορικός – λαογράφος και συγγραφέας.
(Η Μακεδόνισα στους Εθνικούς Αγώνες).

 Ιωάννης Παπαλαζάρου, ιστορικός, συγγραφέας.
(Από τη Μακεδονία στη Μεσσηνία με τους Μακεδόνες Αγωνιστές του 1821).

Όσοι είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν, από κοντά την εκδήλωση, άκουσαν νέα στοιχεία και σημαντικά ντοκουμέντα από εκείνη την εποχή και τη δράση των Μακεδόνων ηρώων.

Σήμερα το Αρχείο Καλλάρη, σε αυτή την ανάρτηση, ΄΄φιλοξενεί΄΄ την ομιλία του συγγραφέα και ιστορικού ερευνητή, Ιωάννη Παπαλαζάρου που ΄΄φωτίζει΄΄ άγνωστες πτυχές του αγώνα.

Το θέμα της Ομιλίας είχε τίτλο;

ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑ

ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΤΟΥ 1821

Η Μακεδονία μας φέτος έχει την τιμητική της. Συμπληρώνει έναν αιώνα ελεύθερου βίου, έπειτα από 530 χρόνια τυραννικής δουλείας υπό τον οθωμανικό ζυγό.

Ορθώς το τρέχον έτος ανακηρύχθηκε έτος επετειακών εκδηλώσεων και απόδοσης τιμών, σεμνών, διακριτικών, αλλά με ιδιαίτερη υπερηφάνεια εκφρασμένων, έτος περισυλλογής και εθνικής αυτογνωσίας, έτος μνήμης, ευγνωμοσύνης και σεβασμού σε όλους αυτούς, που με τους αγώνες και τη θυσία τους μας εξασφάλισαν το δικαίωμα να χαιρόμαστε το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας και να τιμούμε φέτος τα 100χρονά της.

Σε όλες τις πόλεις της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Έδεσσα, Φλώρινα, Καστοριά, Γιαννιτσά, τιμήθηκαν τα ελευθέριά τους με πολυήμερες εορταστικές εκδηλώσεις.
Στην Πέλλα, τόπο της καταγωγής μου, οργανώθηκαν ημερίδες και συνέδρια εμπνευσμένα από την τοπική ιστορία, με ειδικά τοπικά αφιερώματα, στον αγώνα του θρυλικού Βάλτου, στην περιώνυμη μάχη των Γιαννιτσών και στη μάχη του Οστρόβου, όπου τιμήθηκαν ιδιαίτερα και οπλαρχηγοί και μαχητές από την Κρήτη, τη Μάνη, την Αρκαδία και την Μεσσηνία, για την ηρωική συμμετοχή τους στους αγώνες απελευθέρωσης της Μακεδονίας.

Αφιερώθηκαν ειδικές εκδηλώσεις στο αδικοχαμένο παλικάρι του Βάλτου των Γιαννιτσών, τον Καπετάν Άγρα και στον θρυλικό Αρχιμανδρίτη Παπα-Νίκανδρο, τον απελευθερωτή της Αλμωπίας. Έγιναν τιμητικές αναφορές στον Αρκάδα Ταγματάρχη Νικόλαο Γεωργούλη, ο οποίος, στη Μάχη των Γιαννιτσών, έχασε και τα δυο του χέρια από τουρκικές σφαίρες κι όμως συνέχιζε, σαν νέος  Κυναίγειρος, να τρέχει έφιππος στο πεδίο της μάχης και να εμψυχώνει τους Ευζώνους του, ώσπου μια τρίτη σφαίρα τον έριξε νεκρό από το άλογό του.
 Στον Μεσσήνιο υπολοχαγό Γρηγόριο Σγούρο, ο οποίος, στην ίδια μάχη, δέχτηκε κατάστηθα θραύσμα εχθρικής οβίδας.
Όταν ο γιατρός τον προειδοποίησε, ότι αν αφαιρεθεί το βλήμα κινδυνεύει η ζωή του, το μόνο που παρακάλεσε ήταν να περιμένουν μέχρι να πληροφορηθούν το αποτέλεσμα της κρίσιμης μάχης. Κι όταν σε λίγο ήρθε η ευχάριστη είδηση για τη νίκη του στρατού μας, τότε μόνο ζήτησε ικανοποιημένος, να αφαιρεθεί το θραύσμα και ο Σγούρος πέρασε στην αιωνιότητα.  
 Όπως και στους μέχρι προ τινός τρεις άγνωστους στρατιώτες, που έπεσαν ηρωικά στην μάχη του Οστρόβου (4-5 Νοεμβρίου 1912) και φέτος, ένα αιώνα από τον θάνατό τους, με επίμονες αναζητήσεις και προσπάθειες, βρήκαμε και τα οστά τους και τα ονόματά τους και αναγείραμε σεμνό μνημείο στον τόπο της θυσίας τους.  

Τα Ελληνόπουλα αυτά, άφησαν τις οικογένειές τους στην Κρήτη, στη Μάνη, στην Αρκαδία, στην Μεσσηνία και άλλα μέρη της Ελλάδος και, ως εθελοντές ή ως κληρωτοί, βρέθηκαν εδώ, στον τόπο μας, να πολεμούν και να δίνουν τη ζωή τους για τη λευτεριά των αλύτρωτων Μακεδόνων.

Η αποστολή και ο λόγος ο δικός μου σήμερα είναι να αναφερθώ σε μια αντίστροφη πορεία αγωνιστών της ελευθερίας, από την Μακεδονία προς την Μεσσηνία. Γι’αυτό το λόγο θα χρειαστεί να μετακινηθούμε, νοερά και χρονικά, τουλάχιστον έναν αιώνα πίσω από το έτος της απελευθέρωσης της Μακεδονίας.

Την τελευταία πενταετία του 18ου αιώνα, ο Αλή πασάς, ο ιδιόρρυθμος και φιλόδοξος βεζίρης της Ηπείρου, έστρεψε λαίμαργο το βλέμμα του προς την Μακεδονία. Η πλούσια ενδοχώρα και τα αποδοτικά δερβένια της δεν άργησαν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον και τις ορέξεις του.

 Από το 1795 έως το 1798 είχε ήδη καταλάβει το σύνολο σχεδόν της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, φτάνοντας μέχρι τους πρόποδες του Πάικου, στα πρόθυρα των Γιαννιτσών. Εκεί τον σταμάτησε η κυριότητα των εδαφών, που ανήκαν στους απογόνους της ιερής οικογένειας του Αχμέτ Γαζή Εβρενός.

Ο μόνος τόπος που αντιστεκόταν σθεναρά επί δέκα χρόνια περίπου στα επεκτατικά του σχέδια, ήταν η Νάουσα, μια πόλη που απολάμβανε ειδικών προνομίων από την εκάστοτε βασιλομήτορα (Βαλιντέ Σουλτάνα) και που την ορεγόταν ιδιαίτερα ο Αλή πασάς. Απελπισμένος από τις αποτυχίες του να την καταλάβει, έλεγε συχνά: «Το Σούλι με γέρασε, μα η Νάουσα θα με φάει».

Τα δυο ανθρώπινα φρούρια που κατέστησαν την Νάουσα απόρθητη σε όλες τις στρατιωτικές απόπειρες κατάληψής της από τον Αλή πασά, ήταν οι πρωτοκλέφτες του Βερμίου, ο γερο-Καρατάσος, και ο Αγγελής Γάτσος, ενώ την εσωτερική της οργάνωση και θωράκιση φρόντιζε ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου, Λογοθέτης της πόλης.

Οι πρώτες ανεπιτυχείς απόπειρες για την υπόταξή της είχαν αρχίσει από τις αρχές του 1795, δια της διπλωματικής οδού και με δελεαστικές προτάσεις. Όταν αυτές απέτυχαν, χρησιμοποίησε και μηχανεύτηκε κάθε είδους μέσα, θεμιτά και αθέμιτα.
Η πρώτη επίθεση για την κατάληψη της, από τον Αλή, επιχειρήθηκε τον Απρίλιο του 1795, από σώμα 400 γενιτσάρων, που αποκρούστηκαν και αποδεκατίστηκαν. Η δεύτερη επίθεση εξαπολύθηκε τρία χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1798, από πολλαπλάσιες δυνάμεις 8.000 Αλβανών υπό τον Πασόμπεη. Λυσσαλέες επιθέσεις στην Καραγίδα, στο Γύμνοβο, στο Κουκούλι, αποκρούστηκαν αποτελεσματικά από τα σώματα του Καρατάσου, του Ζαφειράκη, των Ραμαντανέων και του Δεληδήμου. Κοντά τους αναδείχτηκαν λιοντάρια και οι νεαροί πολεμιστές, ο Γιαν. Καρατάσος, γιος του Καπετάνιου, ο Καραμήτσος και τα 5 ηρωικά αδέλφια, οι Σουγκαραίοι από την Κατράνιτσα.

Ο Αγγελής Γάτσος εμφανίστηκε στην πιο κρίσιμη καμπή της μάχης, με σώμα 300 ανδρών και με την συνήθη βροντώδη ιαχή του «γκαϊρέτι» (θάρρος, κουράγιο), που όταν την ξεστόμιζε, αντιλαλούσαν τα φαράγγια του Βερμίου και δεν άργησε να σκορπίσει τα στίφη των Αλβανών. Οι δυναμικές  επεμβάσεις του Γάτσου έδιναν συχνά λύσεις σωτήριες σε δύσκολες πολεμικές ενέργειες.

Η πείρα του Καρατάσου από τη μια και η ορμητικότητα του Γάτσου από την άλλη, σε κάθε περίπτωση, δημιουργούσαν ένα φοβερό πολεμικό δίδυμο, αποτελεσματικό και υπολογίσιμο από κάθε αντίπαλο. Ο Αλή πασάς αναγνώριζε την πολεμική πείρα και υπεροχή του Καρατάσου και ομολογούσε ότι:  «Αν δεν ήταν ο Καρατάσος, ποδάρι δε θ’άφηνα στη Νάουσα».

Όταν ο Αλής κατάλαβε ότι με στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν καταλαμβάνεται η Νάουσα, έκανε χρήση των προσφιλών του μεθόδων, της δολοπλοκίας και της φθοράς του αντιπάλου εκ των έσω:
Οργάνωσε και πέτυχε τη δολοφονία των σημαντικότερων πολιτικών και στρατιωτικών αρχόντων της πόλης, όπως ήταν ο Θωμάς Χατζηχειμώνας και ο Δεληδήμος, από δολοφόνους που ποτέ δεν εντοπίσθηκαν.
Και το χειρότερο, κατάφερε να προκαλέσει τη διχόνοια, τη διάσπαση και διαίρεση των Ναουσαίων σε δύο αλληλομισούμενα στρατόπεδα, του Λογοθέτη Ζαφειράκη Θεοδοσίου από τη μια και του Διαμαντή ή Μάμαντη από την άλλη. 
 Από εκεί και πέρα η κατάληψη της Νάουσας και η οριστική υποταγή της τον Ιούνιο του 1804 στον αδίστακτο Τεπελενλή, ήταν πλέον θέμα χρόνου και διαδικασιών.

Πριν αναφερθούμε στο χρονικό της επανάστασης και του ολοκαυτώματος της Νάουσας, θεωρώ απαραίτητο να γνωρίσουμε τους πρωταγωνιστές των δραματικών γεγονότων της ηρωικής πόλης και τη μαρτυρική πορεία τους τα κατοπινά χρόνια στη Νότια Ελλάδα, μέχρι το νοτιότερο άκρο της, την Μεσσηνία, όπου συνέχισαν να αγωνίζονται στο πλάι των Συνελλήνων, για την απαλλαγή του τόπου από την μακραίωνη οθωμανική δουλεία.

Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου γεννήθηκε το 1772 στη Νάουσα. Ευπατρίδης, μορφωμένος και δραστήριος, με ωραία επιβλητική εμφάνιση και πλουσιότατος. Κατείχε τη θέση του Λογοθέτη της πόλεως (αξιωματούχου άρχοντα).
Έλαβε ενεργό μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις απόκρουσης του Αλή πασά, προς τον οποίο έτρεφε απέραντο μίσος, ειδικά προς τον γιο του Βελή, γιατί προσπάθησε να του ατιμάσει την οικογένεια.

Στις αρχές του 1804 ήταν επικεφαλής της μιας εκ των δύο πολιτικών παρατάξεων της πόλεως κι όταν, στα μέσα του ιδίου έτους, η άλλη πολιτική μερίδα κάλεσε τον Αλή πασά συμβιβαστικά, να αναλάβει υπό την προστασία του την αποδυναμωμένη πόλη, ο Ζαφειράκης έφυγε νύχτα, μέσω Γιαννιτσών και Θεσσαλονίκης στο Άγιο Όρος. 
 Επέστρεψε μετά από δύο χρόνια στη Νάουσα, αναμείχθηκε εκ νέου στα κοινά της και σύντομα αναδείχτηκε στο πιο εξέχον και ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας της. Συμμετείχε ενεργά στην επανάστασή της το 1822, όπου έδωσε την ίδια τη ζωή του, όπως και ο αγαπημένος γιος του Φίλιππος.
Ο Αναστάσιος Καρατάσος, ο γερο-Καρατάσος, όπως οι περισσότεροι τον αποκαλούσαν, γεννήθηκε στα 1764 στο χωριό Δοβρά της Βέροιας, το οποίο καταστράφηκε από τους Τούρκους κι απόμεινε απ’ αυτό μόνο η γνωστή Μονή της Παναγίας. Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια τα έζησε στο Διχαλεύρι της Βέροιας που κι αυτό καταστράφηκε από τον ίδιο χαλασμό.

Από τη νεανική του ηλικία πέρασε στην κλεφτουριά της περιοχής, κοντά στους περίφημους Λαζαίους. Δεν άργησε να συγκροτήσει δικό του σώμα μέσα από το οποίο αναδείχτηκαν σπουδαίοι πολεμιστές, όπως ο Καραμπατάκης, ο Δεληδήμος, ο Τζαχείλας κ.ά.
 Σύντομα επιβλήθηκε στην περιοχή και αναγνωρίσθηκε ως ο σημαντικότερος αρματολός του Βερμίου. Η φήμη του απλώθηκε σε όλη την Κεντρική Μακεδονία. Διακρινόταν για την επιβλητική του εμφάνιση, τη βροντώδη φωνή του, τη μεγάλη πείρα του στον κλεφτοπόλεμο και τη θεοσέβειά του.

Σε όλη τη διάρκεια της επαναστάσεως στη Νάουσα ήταν ο φυσικός της αρχηγός, γι’ αυτό και οι Τούρκοι ξέσπασαν με τον αγριότερο τρόπο στην οικογένειά του.
 Έχασε όλη του την περιουσία και τα περισσότερα μέλη της οικογενείας του, τη γυναίκα του, τέσσερεις από τους έξι γιους του και τις δυο του κόρες. Ο πρώτος του γιος, ο Γιαννάκης σκοτώθηκε με τον Ζαφειράκη από τους Τούρκους κοντά στο Σέλι.
 Ο δεύτερος, ο Τσάμης, και ο τρίτος, ο Κωτούλας, επέζησαν και πολέμησαν μαζί του. Τα υπόλοιπα παιδιά του φονεύθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν.

 Ένα μάλιστα από τα αιχμαλωτισμένα του παιδιά το εξισλαμίσανε οι Τούρκοι, το εκπαιδεύσανε σε στρατιωτικές σχολές κι έφτασε στο βαθμό του στρατηγού στο Κάιρο, γνωστός ως Καρατάς πασάς. Εκεί τον επισκέφθηκε το 1857 ο μεγάλος του αδελφός ο Τσάμης και η συνάντησή τους υπήρξε συγκλονιστική.
Ο εξισλαμισμένος αδελφός εκδήλωσε την επιθυμία να επιστέψει στον χριστιανισμό, δεν τον άφησε όμως ο Τσάμης, γιατί θεώρησε ότι από τη θέση που κατείχε, θα μπορούσε να βοηθήσει αποτελεσματικότερα τους χριστιανούς.

Μετά την καταστροφή της Νάουσας, ο γερο-Καρατάσος, με το σώμα του, κατέφυγε στη Νότια Ελλάδα, όπου έλαβε μέρος και διακρίθηκε σε όλες τις πολεμικές συγκρούσεις στη Στερεά και στην Πελοπόννησο. Αποσύρθηκε  με το βαθμό του Συνταγματάρχη στη Ναύπακτο, όπου και πέθανε στις 22 Ιανουαρίου του 1830.

Ο Αγγελής Γάτσος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1759-1764 στους Σαρακηνούς, ορεινό κεφαλοχώρι της Αλμωπίας, της παλιάς Καρατζόβας. Ήταν ατίθασος, ανυπόταχτος και πολύ ανήσυχος χαρακτήρας από τη νεανική του ηλικία. Θρύλοι και παραδόσεις από τον τόπο της καταγωγής του, τού αποδίδουν υπερφυσικές ικανότητες και παράτολμες πράξεις ηρωισμού, γιατί απάλλαξε τον τόπο από τυραννικούς και αδίστακτους μπέηδες.
 Εγκατέλειψε νωρίς το χωριό του, ίσως από τον φόβο των αντιποίνων για τα νεανικά του κατορθώματα και εγκαταστάθηκε στο Περισόρι της Νάουσας, όπου δεν άργησε να μυηθεί στην κλεφταρματολική ζωή, να γνωριστεί με τον Καρατάσο κι άλλους ονομαστούς καπεταναίους της περιοχής, να αναδειχτεί σύντομα ο ίδιος σε καπετάνιο στο αρματολίκι των Βοδενών, με δικό του σώμα παλικαριών από τα Βοδενά, την Καρατζόβα και τα χωριά του Βερμίου.

Ήταν δυναμική και καθοριστική η συμμετοχή του, στο πλευρό του Καρατάσου, κατά την αντίσταση της Νάουσας στις απόπειρες του Αλή πασά να την καθυποτάξει. Ο Φιλιππίδης, ο παλαιότερος ιστορικός της Νάουσας, τον περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Είχε ανάστημα πελώριον, κεφαλήν μεγάλην και μύστακα δασύν, βλέμμα εκφράζον απλότητα και τόλμην και φωνήν τραχείαν, ωκύπους και ρωμαλέος, φιλάνθρωπος και ανδρειότατος, όσον δε ήτο ήπιος και αγαθός εν ειρήνη, τόσον οργίλος και καταστρεπτικός ήτο εις τας μάχας».
Και ο Βασδραβέλλης, ο κατ’ εξοχήν ιστορικός των αγώνων και των αγωνιστών της Μακεδονίας κατά την επανάσταση του 1821, προσθέτει σ’ όλα αυτά, ότι «ήτο θεοφοβούμενος, εύπιστος, ευθύς και ανυπόκριτος, πλήρως αφοσιωμένος εις τον Καρατάσον, με τον οποίον τον συνέδεον κοινοί αγώνες και φιλία αδιατάρακτος».

Ο Γάτσος παντρεύτηκε μια συγχωριανή του νεαρή χήρα, την Πρόια, μ’ έναν γιο από τον πρώτο της γάμο, τον Δημήτριο, ο οποίος έμεινε και πολέμησε κοντά στον θετό πατέρα του και του παραστάθηκε πιστά και αγαπημένα μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Με την Πρόια έκανε τέσσερεις κόρες  κι έναν γιο τον Νικόλαο. Με την καταστροφή της Νάουσας, ο Α. Γάτσος έχασε τα πάντα, οικογένεια και περιουσία.
Η γυναίκα και οι κόρες του χάθηκαν στη Μ. Ανατολή και ο 4χρονος γιος του Νικόλαος κρατήθηκε όμηρος σε τουρκικό στρατόπεδο, απ’ όπου απελευθερώθηκε πολλά χρόνια αργότερα επί Καποδίστρια.

Το κίνημα του Υψηλάντη, τον Φεβρουάριο του 1821, στις παραδουνάβιες χώρες και η επανάσταση στον Μοριά ένα μήνα αργότερα, προκάλεσαν έντονη επαναστατική κινητικότητα που επεκτάθηκε σε όλη την Ελλάδα, από την Ανατολική Στερεά στην ΄Ηπειρο κι από την Θεσσαλία, με τον Άνθιμο Γαζή, στην Χαλκιδική με τον Εμμανουήλ Παπά.
 Κι ενώ θα περίμενε κανείς να υπάρξει ταυτόχρονη κινητοποίηση και των αρματολικίων του Ολύμπου και της Νάουσας, όπως προέβλεπαν οι σχεδιασμοί του Υψηλάντη και της Φιλικής Εταιρείας, σημειώθηκε μια αδικαιολόγητη διστακτικότητα, καθυστέρηση και έλλειψη συντονισμού στις περιοχές αυτές, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1822, με αποτέλεσμα να κερδίσει πολύτιμο χρόνο ο Μεχμέτ Εμίν, ο αιμοσταγής Εμπού Λουμπούτ, και, αφού ισοπέδωσε τα Μαντεμοχώρια και ξεθεμελίωσε την Κασσάνδρα, να στραφεί πάση δυνάμει προς τη Βέροια και την Νάουσα.

Η επανάσταση στη Νάουσα κηρύχτηκε στις 19 Φεβρουαρίου του 1822, Κυριακή της Ορθοδοξίας, μέσα σε πανηγυρική δοξολογία και ατμόσφαιρα, με την παρουσία όλων των πολιτικών και στρατιωτικών αρχηγών (Ζαφειράκη, Καρατάσου, Γάτσου και άλλων οπλαρχηγών), του Σάλλα, ως εκπροσώπου του Υψηλάντη, με ύμνους, συνθήματα και επαναστατικές διακηρύξεις, αλλά και με ακραίες οχλοκρατικές εκδηλώσεις στους δρόμους της πόλεως.

Σε μυστική σύσκεψη των αρχηγών στη Μονή Δοβρά, αποφασίσθηκε η στρατιωτική οργάνωση και η αμυντική θωράκιση της Νάουσας και θέσεων γύρω απ’ αυτήν, ο εξοπλισμός και η συστράτευση γειτονικών πόλεων και ο αποκλεισμός δρόμων και περασμάτων, ώστε να ισχυροποιηθεί η άμυνα της πόλης και να αποδυναμωθεί η επιθετική δραστηριότητα του Λουμπούτ πασά.

Η πρώτη επιθετική ενέργεια των Καρατάσου και Γάτσου κατά της Βέροιας δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ενώ η επαναστατημένη πόλη, μετά τις πρώτες ημέρες του ξέφρενου πολεμικού ενθουσιασμού, άρχισε να δέχεται λυσσώδεις επιθέσεις και ασφυκτικούς αποκλεισμούς από τα αναρίθμητα στίφη των Τούρκων και η κατάσταση πολιορκίας έπαιρνε δραματικές διαστάσεις.
Η Μονή Δοβρά, τα Καραούλια, το Κουκούλι, αναδείχτηκαν σε οχυρά απαράμιλλου ηρωισμού, ο ναός του Αγίου Δημητρίου σε ιερό τόπο θυσίας, όπου  οι Δαρζιλοβίτες, οι Τεχοβίτες και τα 5 ηρωικά αδέλφια των Σουγκαρέων, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος και οι ιερείς του ναού, έπεσαν μέχρις ενός, μαχόμενοι σώμα με σώμα, με τις εκατοντάδες των φανατισμένων Κονιάρων του Κεχαγιάμπεη. Ο πύργος του Ζαφειράκη μεταβλήθηκε στην τελευταία έπαλξη και οχυρό της πόλης ενώ η Αράπιτσα, σε νέο Ζάλογγο για τις 13 Ναουσαίες ηρωίδες, που προτίμησαν το σκοτεινό βάραθρό της από την ατίμωση.

Οι φρικιαστικές σκηνές που ακολούθησαν μέσα στη μαρτυρική Νάουσα, ξεπερνούν κάθε ανθρώπινη φαντασία. Καρατομήσεις στο Κιόσκι και απαγχονισμοί  στο  ιστορικό πλατάνι χιλιάδων Ναουσαίων, εξανδραποδισμοί και απίστευτες βιαιότητες, ερήμωσαν και πλημμύρισαν τους δρόμους της στο αίμα. Έπρεπε να συμβεί ένα συνταρακτικό γεγονός για να σταματήσουν οι σφαγές.
Το σώμα τού μόλις αποκεφαλισθέντος ράφτη, Νικ. Κοκοβίτη, ακέφαλο, περπάτησε μέχρι τη σκηνή του Εμπού Λουμπούτ κι ύστερα έπεσε στο διπλανό ρέμα. Το φαινόμενο κατατρόμαξε τον πασά και σταμάτησε τη σφαγή.

Κι ενώ τα εναπομείναντα γυναικόπαιδα, οδηγήθηκαν σιδηροδέσμια με ένα θλιβερό καραβάνι, στη Θεσσαλονίκη, όπου συνεχίστηκαν τα μαρτύριά τους, οι οπλαρχηγοί Γάτσος και Καρατάσος, οδυρόμενοι για την απώλεια των οικογενειών τους, αλλά αποφασισμένοι να συνεχίσουν τον αγώνα, κατέφυγαν στη Νότια Ελλάδα.
 Οι οικογένειες των ανδρών των σωμάτων τους, για περισσότερη ασφάλεια, διεκπεραιώθηκαν στις Σποράδες, κυρίως στη Σκιάθο.

Τους συναντούμε να μάχονται με τον Καραϊσκάκη και με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στη Στερεά, με τον Μαυροκορδάτο στο Μεσολόγγι, στο Σούλι, στη μάχη του Πέτα και στη μάχη της Πλάκας, όπου ο Γάτσος έχασε τον αγαπημένο του αδελφό Πέτρο, να ελέγχουν την Εύβοια, το Τρίκερι και την Αταλάντη και να διακρίνονται  παντού  ως
«Εξαιρετικοί πατριώται, αφιλοκερδείς, καρτερικοί εις τας κακουχίας και στερήσεις, ανδρείοι εν πολέμω και ευπειθέστατοι», κατά τον Χρήστο Βυζάντιο, αγωνιστή και ιστορικό του Αγώνα.

Περί τα μέσα Ιουλίου του 1822, με παράκληση Πελοποννησίων αρχηγών, οι Μακεδόνες πέρασαν στον Μοριά, όπου τους συναντούμε να συμπολεμούν με τους Κολοκοτρωναίους και τους Δεληγιανναίους, στις πιο δύσκολες των μαχών, πάντα με ανδρεία και αυταπάρνηση, αποσπώντας τον θαυμασμό, τον σεβασμό και την αναγνώριση από πολιτικούς και στρατιωτικούς της εποχής. Στη μάχη των Δερβενακίων ο Γάτσος αναδεικνύεται σε πραγματικό ήρωα και ο Φωτάκος Χρυσανθόπουλος, υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, στο έργο του «Βίοι Πελοποννησίων», δικαίως τον εγκωμιάζει:
 «Ο περίφημος καπετάνιος Γάτσος, ων εις τα όπλα εκ γενετής και οι στρατιώται του Μακεδόνες, επολέμησαν εις τα Βασιλικά και τα Δερβενάκια γενναίως και οι Πελοποννήσιοι ευχαριστήθηκαν πολύ, διότι είδαν άνδρας, έχοντας ζήλον και εθνικισμόν μέγαν».

Δύσκολα εντοπίζει κανείς πολεμική ή εκκαθαριστική επιχείρηση στην Πελοπόννησο ή στην Στερεά, όπου να μην έχουν κληθεί οι Μακεδόνες στρατηγοί με τα εμπειροπόλεμα σώματά τους, από τοπικούς στρατιωτικούς αρχηγούς ή από τις  προσωρινές επαναστατικές Κυβερνήσεις. Στην εισβολή του Ιμπραήμ, τον Μάρτιο του 1825, η μόνη αποτελεσματική αντίσταση που συνάντησε ήταν από τους Μακεδόνες του Καρατάσου.

Είναι η εποχή όπου η διχόνοια και ο εμφύλιος κλονίζουν συθέμελα την επαναστατημένη Ελλάδα.
Κωλέττης και Μαυροκορδάτος αλληλοκατηγορού-νται ως προδότες, ο Παπαφλέσσας φυλακίζει τον Κολοκοτρώνη και τους Δεληγιανναίους, οι πολιτικοί περιορίζουν τους στρατιωτικούς, ενώ ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται και κατακαίει τον Μοριά. Οι μόνοι που στέκονται όρθιοι, αποτελεσματικοί και ετοιμοπόλεμοι, είναι οι Μακεδόνες του Καρατάσου και του Γάτσου.
Σ’αυτή την κρίσιμη στιγμή, η κυβέρνηση Κουντουριώτη ορίζει, ως γενικό αρχηγό της εκστρατείας κατά του Ιμπραήμ έναν Υδραίο πλοίαρχο, τον Κυριάκο Σκούρτη, εντελώς άσχετο με στεριανούς πολέμους, και αγνοεί τους Μακεδόνες στρατηγούς, τους μόνους ικανούς να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο κίνδυνο.
Ο Καρατάσος αναλαμβάνει την παράτολμη πρωτοβουλία να αντιμετωπίσει μόνος του τον Ιμπραήμ. Κατεβαίνει με τον σώμα του στη Μεσσηνία και στις 15 Μαρτίου του 1825, στον Σχοινόλακκα, καθηλώνει τον Ιμπραήμ και του προκαλεί σημαντικές φθορές και απώλειες.

Δεν είναι η μόνη ούτε η πρώτη αδικία και πικρία που δοκιμάζουν οι Μακεδόνες στρατηγοί. Οι άνδρες των σωμάτων τους μένουν επί μήνες χωρίς μισθοτροφοδοσία και οι διαμαρτυρίες τους συστηματικά αγνοούνται.
Ο Κωλέττης συχνά κατηγορεί τους Μακεδόνες ότι συμμετέχουν σε ληστρικές και πειρατικές εκστρατείες στο Αιγαίο για να ταΐσουν τις οικογένειές τους που πέθαιναν της πείνας, εγκαταλελειμμένες στη Σκιάθο και ότι Γάτσος και Καρατάσος φροντίζουν για την απελευθέρωση μελών των οικογενειών τους, ενώ ήταν γνωστό ότι οι οικογένειές τους είχαν αφανιστεί από τον Εμπού Λουμπούτ πασά και ότι η ίδια η Βουλή των Αντιπροσώπων, με προτάσεις και αποφάσεις της, αντιμετώπιζε ευνοϊκά την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Είναι χαρακτηριστική η σχετική εντολή του Βουλευτικού Σώματος της 15-10-1823:

«Επειδή οι στρατηγοί Καρατάσος και Α. Γάτσος, υπέρ του κοινού και ιερού αγώνος πολεμούντες, απώλεσαν πολλά και το τιμαλφέστερον πάντων τας οικογε-νείας των, διατάττεσθε εν καιρώ όπου ευδοκήση ο Κύριος την παράδοσιν της Ακροκορίνθου, να κρατήσητε όλους τους σημαντικούς τούρκους, δια να πραγμα-τευθεί η λύτρωσις και απαλλαγή των κινδυνευουσών χριστιανικών οικογενειών των δύο αρίστων πολεμιστών, θερμών υπερμάχων της ελληνικής ελευθερίας».

Η φήμη τους ως αρίστων πολεμιστών είχε απλωθεί μέχρι και τη νησιωτική Ελλάδα. Έτσι όταν το 1824 καταστράφηκαν τα Ψαρά από τον Χοσρέφ, ο ναύαρχος Μιαούλης, ανησυχώντας για την τύχη της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ύδρας και γνωρίζοντας τις ικανότητες των Μακεδόνων πολεμιστών, έστειλε επιστολή στους συμπατριώτες του και τους συνιστούσε να καλέσουν το συντομότερο τους Μακεδόνες, για τη σωτηρία της νήσου: 
 «Οι εκεί Ολύμπιοι καπετάνιοι Καρατάσος, Γάτσος και λοιποί, περιμένουν ανυπομόνως, ώραν την ώραν, διαταγήν να τρέξωσιν όπου είναι ανάγκη. Η ανδρεία και επιμονή των ειρημένων αρκετά σας είναι γνωστή. Δύνανται να μας χρησιμεύσουν και εις την Ύδραν, και όπου αλλού είναι χρεία. Ταχύνατε, λοιπόν όσον ημπορείτε την μετακόμισίν των».

Ο στρατηγός Γ. Μακρυγιάννης, από τους πλέον αξιόπιστους καταγραφείς του Μεγάλου Αγώνα, τρέφει βαθύ σεβασμό και εκτίμηση στον πατριωτισμό και στην ακεραιότητα του χαρακτήρα των δύο Μακεδόνων στρατηγών και τους αναφέρει συχνά στα απομνημονεύματά του: «Ορκιστήκαμεν εις αυτό ο Καρατάσος, ο Γάτσος κι εγώ να είμαστε σύμφωνοι και αχώριστοι δια την πατρίδα και την θρησκεία, κατά τον όρκον όπου κάμαμε».

Τον Μάιο του 1823, όταν ο Κιουταχής κυριαρχεί ολοκληρωτικά στην Στερεά, ο Χριστόφ. Περραιβός, υπουργός πολέμου στην κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, γνωρίζοντας ότι οι Μακεδόνες είναι οι μόνοι που μπορούν να ανακόψουν την προέλαση του Τούρκου στρατηγού, τους προσκαλεί και τους παρακαλεί:

«Η Διοίκησις καπετάν Καρατάσο και Γάτσο, γνωρίζουσα την αξιότητά σας, την φρονιμάδα σας, την εμπειρίαν σας και τον ένθερμον ζήλον σας δια την Πατρίδα, σας διορίζει να αποκρούσητε εκείθεν τον εχθρόν. Αι ανδραγαθίαι και οι κόποι σας είναι γνωστοί εις όλον το Έθνος και την Διοίκησιν και δε θέλει σας αφήσει παραπονεμένους, χωρίς να ανταμείψη τους κόπους σας μίαν ημέραν».

 Ένα μήνα αργότερα και ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος, εκλιπαρεί καθένα χωριστά τους δύο στρατηγούς, στον ίδιο τόνο: «Η στρατηγική σου σύνεσις, η γενναιότης της ψυχής σου, αι μεγάλαι σου ανδραγαθίαι και ο πατριωτικός σου ζήλος τα οποία πολλαπλώς έδειξας αγωνιζόμενος εις διάφορα μέρη της Ελλάδος, δίδουν αγαθάς ελπίδας εις την Διοίκησιν, ότι θα συνεργήσης με όλας σου τας δυνάμεις δια την ελευθερίαν της ποθητής πατρίδος και θέλει σε ανταμείψη κλπ».

Φυσικά ούτε αναλόγου ανταμοιβής έτυχαν ποτέ, ούτε και την αναζήτησαν όπως είχαν κάθε δίκιο και δικαίωμα, αν τους ενδιέφεραν μόνο οι λουφέδες και τα αξιώματα. Όταν επί Καποδίστρια αποδόθηκαν κάποιοι βαθμοί και μισθοί χιλιάρχων και στρατηγών, οι γηραιοί Μακεδόνες πολέμαρχοι αγνοήθηκαν και αντί αυτών, προήχθησαν κάποιοι άλλοι πολύ νεότεροι και άκαπνοι, αλλά ημέτεροι και ευνοούμενοι. Αυτοί έμειναν συνταγματάρχες «επί τιμή», με μια πενιχρή σύνταξη, στην εγκατάλειψη και στην αξιοπρέπειά τους.

Επί βασιλέως Όθωνος και με την οικονομική στήριξη ενός διακεκριμένου απόδημου Μακεδόνα, του Κων/νου Βέλλιου από την Βλάστη, βαρώνου στην Αυστρία, τους παραχωρήθηκε έκταση στην Αταλάντη της Λοκρίδας  κι εκεί εγκαταστάθηκαν ο Γάτσος και 2.000 περίπου Μακεδόνες πολεμιστές, με τις οικογένειές τους, σε μια συνοικία που ονόμασαν Νέα Πέλλα κι έτσι ονομάζεται μέχρι σήμερα. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή και ο Αγγελής Γάτσος, το 1839, πάμφτωχος κι απ’ όλους ξεχασμένος.

Αυτοί υπήρξαν οι Μακεδόνες και του 1821 και του Μακεδονικού Αγώνα και όλων των εποχών. Ταύτισαν την Ορθοδοξία με την Ελλάδα, την Ελλάδα με τη Μακεδονία και μη γνωρίζοντες καν τα ελληνικά οι πιο πολλοί απ’ αυτούς, αντιστάθηκαν σθεναρά σε όσους επιχείρησαν να τους στερήσουν την ελευθερία ή να αλλοτριώσουν την ελληνική τους συνείδηση.
Συμπολέμησαν ανά τους αιώνες με τους Συνέλληνες για τα ίδια ιδανικά και δίνουν διαχρονικά γενναία και αποστομωτική απάντηση σε όσους έχουν την αναίδεια και το θράσος να αμφισβητούν την ελληνικότητά τους, να μας θεωρούν υπό κατοχήν ή αλύτρωτους αδελφούς των, να παραχαράσσουν και να οικειοποιούνται αυθαίρετα τα ιστορικά μας σύμβολα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου