Τον ευχαριστούμε.
Α.Κ
΄΄Χρονικό του Κιλκίς 1913-1940 ΄΄
Τ
|
ο πρωί της 22ας Ιουνίου οι άνδρες του
γενικού στρατηγείου κινούνταν με αυτοκίνητα προς το σιδηροδρομικό σταθμό του
Σαρηγκιόλ, όπου το στρατηγείο μετέθεσε την έδρα του. Η μετάθεση αυτή είχε
προβλεφθεί από την ημερήσια διαταγή που εκδόθηκε το βράδυ της 21ης
Ιουνίου, η οποία κατέληγε με τις λέξεις: «Έδρα του στρατηγείου μου αύριον ο
σιδηροδρομικός σταθμός Σαρηγκιόλ – Κιλκίς».
Η κάθοδος από τα
υψώματα του Δαουτλή προς την κοιλάδα του Γαλλικού θύμιζε το προ 10 μηνών
σκηνικό της καθόδου από τα στενά της Μελούνας προς την πεδιάδα της Ελασσόνας.
Υπήρχε όμως η διαφορά των συναισθημάτων που δημιούργησε η πρώτη νίκη του Α’
βαλκανικού σε σχέση με την πρώτη νίκη του Β’ βαλκανικού πολέμου.
Τότε η νίκη
συνοδεύτηκε με ένα αίσθημα αγωνίας για την εξέλιξη του πολέμου. Τώρα υπήρχε μια
αισιοδοξία, που την ενίσχυε ακόμη περισσότερο η σύγκριση των οχυρώσεων του
Σαραντάπορου με τις απόρθητες οχυρώσεις του Κιλκίς.
«Εβλέπομεν αυτούς τους
δαμασθέντας λόφους», έγραψε ο Θ. Κωνσταντινίδης, «θεμέλια ακλόνητα της Μεγάλης
Ελλάδος».
Αρχείο Θ.Βαφειάδη |
Ο ίδιος περιέγραψε τη διαδρομή μέσα από το πεδίο της μάχης, που έφερε
τα σημάδια της τιτάνιας τριήμερης σύγκρουσης: «Εις τον δρόμον, καθώς εκινούμεθα
αυτοκινητούντες ή έφιπποι βραδέως, επάνω εις αγρούς, εις κοίτας ποταμών και
χειμάρρων, κάποτε εις πρόχειρον κατάστρωμα οδού, ηδυνάμεθα να παρατηρώμεν
ανέτως τον τόπον του τριημέρου πολεμικού δράματος.
Αν είχεν αφήσει κάπου ίχνος
ζωής εις την μοιραίαν αυτήν έκτασιν ο πόλεμος, το κατεκαυσεν η πυρκαϊά.
Ακόμη και η γη εφλέγη. Αγροί αθέριστοι, άλλοι
μισοθερισμένοι, από τους οποίους είχε διώξη ο φοβερός Άρης βιαστικούς και
φοβισμένους τους ανθρώπους πετώντας μιαν αξίνην εδώ, ένα δρέπανον παρέκει,
δέματα χόρτου πυρίκαυστα, κυκλωμένα από μαύρην τέφραν, οι θάμνοι ακόμη
καψαλιασμένοι, όλα μέσα και γύρω μελανά εις την καταστροφήν του πυρός.
Τα χωρία
εκαίοντο ακόμη εις τους τοίχους των έως εις τας ρίζας των προς το έδαφος και
απέναντι εμαντεύομεν αθλίαν την πόλιν του Κιλκίς, αφανή σχεδόν υπό τα νέφη του
καπνού, εις τα οποία εδώ κι εκεί έγραφον παραδόξους γραμμάς σκοτεινής
ερυθρότητος αι ασθενείς φλόγες, η τελευταία πνοή και της ζωής των αψύχων ακόμη,
η οποία έσβυνεν εκεί κάτω.
Ταχύσκαπτα προχώματα ήσαν παντού όπου διηρχόμεθα και κάπου, μέσα ή εγγύς εις αυτά, ωραίοι νεκροί ιδικοί μας ή Βούλγαροι απελάμβανον υπό τον κοινόν ακηλίδωτον ήλιον την μακαριότητα της αθανασίας.
Η κιτρινοπράσινος θέα της σειράς των υψωμάτων εχωρίζετο παντού από το πλήθος των γαιοχρόμων χαρακωτικών γραμμών, εις τας κορυφάς και εις τας κλιτύας. Υψηλότερα, πλησιέστερον προς την πόλιν, ιδού αι μεγάλαι ημιμόνιμαι οχυρώσεις.
Αρχείο Θ.Βαφειάδη |
Το επιτελείον δεν τις εφαντάζετο τόσον τελείας,
τόσον ισχυράς, τόσον πολλάς. Δέκα πέντε περίφρακτοι περιβολαί, με αναβαθμούς
εις το ύψος του ορθίως πυροβολούντος, μετά συγκοινωνιών κεκαλυμμένων δι’
εκάστην περιβολήν και μεταξύ των.
Πυροβολεία κεκαλυμμένα επίσης μετά κρυπτών υπογείων και εμπρός και γύρω, πυκνόν χαρακωτικόν δίκτυον, από του απλουστέρου ταχυσκάπτου μέχρι του τελειοτέρου τύπου της χαρακωτικής.
Η σκαπάνη είχε εργασθή επιμόνως και στερρώς εκεί επάνω[1]».
Στο
Σαρηγκιόλ οι συνθήκες εγκατάστασης δεν ήταν ικανοποιητικές όπως στη Μπάλτσα,
όπου μια ολόκληρη κωμόπολη ήταν στη διάθεση του στρατηγείου. Εδώ δεν υπήρχαν
κατάλληλα οικήματα και έτσι ένα διαμέρισμα του σταθμού, αφού συμμαζεύτηκε
πρόχειρα, αποτέλεσε την κατοικία του βασιλιά.
Ο διάδοχος και οι πρίγκιπες
χρησιμοποίησαν ως κατάλυμα ένα βαγόνι της πρώτης θέσης, το οποίο διέθετε
ανέσεις δεν τους προστάτευε όμως από την αφόρητη ζέστη κατά το μεσημεριανό
ύπνο. Οι άλλοι αξιωματικοί και οι υπασπιστές του βασιλιά τακτοποιήθηκαν σε
βαγόνια, σε αντίσκηνα, σε δυο τρία χαμηλά οικήματα και στο κτήριο του σταθμού.
Μερικά άδεια κιβώτια οβίδων, που είχαν αφήσει οι Βούλγαροι, ήταν περιζήτητα
καθίσματα και ιδανικά τραπέζια φαγητού[2].
Ο
βασιλιάς δεν επισκέφθηκε το Κιλκίς, ακολουθώντας τη συμβουλή του Βενιζέλου, και
παρέμεινε στο χωριό περιφερόμενος μεταξύ των στρατιωτών και των χωροφυλάκων.
Στις εφημερίδες μάλιστα γράφηκε και ένα ανεκδοτολογικού χαρακτήρα περιστατικό
μεταξύ του βασιλιά και ενός χωροφύλακα: «Μετά την μάχην του Κιλκίς ο Βασιλεύς
με το επιτελείον του ήλθεν εις Σαρί – γκιόλ, σιδηροδρομικόν σταθμόν του Κιλκίς.
Και ενώ οι άλλοι ησχολούντο να καταστρώσουν την επίπλωσιν του Επιτελείου, η
οποία συνέκειτο από ένα τραπέζι με κάνα δυο κουτσά σκαμνιά, τα οποία θα
εστεγάζοντο κάτω από μια παράγκα, ο Βασιλεύς ηύρε καιρό να ξεκουρασθή λιγάκι,
καθήμενος επάνω στης κάσσες των φυσιγγίων που έτυχαν εκεί δα.
Κείνην την ώρα
περνούσεν ένας χωροφύλακας με λουστρινένια παπούτσια πολυτελέστατα, μα
δυσανάλογα για το πόδι του, αφού το ένα τρίτον τουλάχιστον εφαίνονταν άδειο από
πόδι.
Αλλά η αντίθεσις των κάτω άκρων του χωροφύλακος μετά των άνω ήτο
τρομακτική. Αθλιότης και λύγδα εις το πηλήκιον, το αμπέχωνον και την γυλότταν.
Παρισινή κομψότης και στρατηγικός πλούτος εις τα υποδήματα. Άνω των γονάτων
σταυρωτής κάτω των γονάτων στρατηγός.
Η Αυτού
Μεγαλειότης, που ηννόησε περί τίνος επρόκειτο, επήδηξεν από της κάσσες. Ο
χωροφύλακας εστάθη εις προσοχήν.
-Πλιάτσικο είνε
αυτά; τον ηρώτησε.
Και ο χωροφύλακας
με το χέρι πάντα στο πηλίκιο, απήντησεν αδιστάκτως.
-Ναι μεγαλειότατε.
Ο Βασιλεύς,
ευχαριστημένος από την ειλικρινή απάντησι του χωροφύλακα, επροχώρησε
χαμογελώντας και ψιθυρίζοντας: Ασφαλώς θα είνε τα παπούτσια του Σαράφωφ…[3]»
Κιλκίς γιοκ!
Λίγη ώρα μετά την άφιξη του
στρατηγείου στο σταθμό του Σαρηγκιόλ, διατάχθηκε ο ταγματάρχης πυροβολικού Κ.
Μαζαράκης – Αινιάν να μεταβεί στο Κιλκίς και να αναλάβει τη στρατιωτική
διοίκηση της πόλης. Ο Μαζαράκης πριν αναχωρήσει παρουσιάσθηκε στον βασιλιά. «Να
πάτε και να καθαρίσετε την πόλιν», τον διέταξε με πάθος ο Κωνσταντίνος. «Αν
έμειναν Βούλγαροι εκεί, να τους πείτε να τσακισθούν να φύγουν. Να τους δώσετε
τροφάς και απόσπασμα να τους συνοδεύση».
Η οργή του βασιλιά
δεν ήταν αδικαιολόγητη, καθώς το Κιλκίς θεωρούνταν το προπύργιο των Βουλγάρων
και η έδρα των πιο σκληρών κομιτατζήδων. Οι κομπασμοί των Βουλγάρων, που με
υπερηφάνεια ονόμαζαν το Κιλκίς «Σόφια της Μακεδονίας» και οι πληροφορίες που
εμφάνιζαν την πόλη σαν μόνιμο ορμητήριο κατά του ελληνισμού, την έκαναν να
μοιάζει σαν κρησφύγετο θηρίων.
Να πια ήταν η πιο διαδεδομένη άποψη για τους
κατοίκους του Κιλκίς: «Οι ολίγοι εγκάτοικοι Έλληνες της πόλεως, ο εις μετά τον
άλλον, όσοι δεν εσφάγησαν, εξεδιώχθησαν εις καταναγκαστικόν εκπατρισμόν και εν
έτος προ του πρώτου πολέμου. Δεν υπήρχον πλέον εις την «Σόφιαν της Μακεδονίας»
ειμή Βούλγαροι και Τούρκοι. Η βουλγαρική εισβολή του 1912 εσάρωσε και τους
Τούρκους μέχρι του τελευταίου δια διωγμού φρικιαστικού. Και το Κιλκίς έμεινε
φέουδον και δεσποτάτον των κομιτατζήδων, φωλεά λύκων.
Ο Σανδάσκυ είχε μεταφέρει
εκεί τον αιματοβαφή θρόνον του, και δεν είνε υπερβολή ότι εις την πόλιν ήτο
επικρατεστέρα η εξουσία των αρχηγών της λεγομένης Μακεδονικής Οργανώσεως, από
το κύρος των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών. Αυτοί διηύθυνον, αυτοί
διέτασσον, διότι δεν ήτο συγκέντρωσις αστική το Κιλκίς αλλά κοινόβιον
κομιτατζήδων. Τίμιοι άνθρωποι δεν υπήρχον εκεί μέσα[4]».
Ο
Μαζαράκης δεν μπόρεσε να εκτελέσει τη διαταγή του βασιλιά, γιατί απλούστατα στο
Κιλκίς δεν βρέθηκαν κάτοικοι, εκτός από 300 γυναικόπαιδα που στεγάζονταν και
περιθάλπονταν στην Καθολική Μονή Καλογραιών. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν
ακολουθήσει τον ηττημένο βουλγαρικό στρατό και έτσι ο πρώτος αυτός στρατιωτικός
διοικητής του Κιλκίς δε βρήκε πόλη για να διοικήσει. Είναι μάλιστα
χαρακτηριστικός ο διάλογος με τον Ιταλό δημοσιογράφο Μακρίνι, που τη μέρα
εκείνη βρισκόταν στο Κιλκίς.
Ο Μαζαράκης δεχόμενος τα συγχαρητήρια για το
αξίωμά του γέλασε και υπενθύμισε την ιστορία του Τούρκου ναυάρχου, ο οποίος
είχε διαταχθεί να πλεύσει στη Μάλτα αλλά αφού έχασε τον προσανατολισμό του και
περιπλανήθηκε επί μακρόν στα παράλια της βόρειας Αφρικής, έστειλε μήνυμα στην
Κωνσταντινούπολη λέγοντας ότι Μάλτα δεν υπάρχει ή όπως έμεινε στην ιστορία η φράση
του «Μάλτα γιοκ». «Μου φαίνεται», είπε ο Μαζαράκης, «ότι είνε η περίπτωσις να
αναφέρω και εγώ εις το στρατηγείον: Κιλκίς γιοκ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου