ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

“Οπτικοακουαστικό ντοκουμέντο. Η ιστορία της Ευαγγελίας Κουτσαντώνη – Αϊβάζογλου που έχασε 23 άρρενες συγγενείς στην Μικρασιατική Καταστροφή“.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Χειμώνας 1941-1942: Ο Μεγάλος Λιμός

(Από την Άννα Φαλτάϊτς )

Η κατοχή βρήκε τον Κώστα Φαλτάϊτς μεταξύ Σκύρου και Αθήνας. Νουνεχής άνθρωπος, έστειλε την οικογένειά του (την σύζυγο και τους δυο γιούς του) να ζήσουν στη Σκύρο, όπου τουλάχιστον θα ήταν ευκολότερο να βρουν τροφή. Ο ίδιος είχε σταματήσει από καιρό να καλύπτει δημοσιογραφικά την πολιτική επικαιρότητα (ουσιαστικά από την Μικρασιατική Καταστροφή).

Το 1944 κατέγραψε ένα χρονικό της Μεγάλης Πείνας του 1941-1942 που θέρισε εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Από τη μία πλευρά, η κατάσχεση από τις δυνάμεις κατοχής όλων των διαθεσίμων ζωτικής σημασίας εμπορευμάτων, βιομηχανικών και αγροτικών προϊόντων, και η καταστροφή των υποδομών, από την άλλη η επιβολή ναυτικού αποκλεισμού από την Αγγλία, που στέρησαν από τους έλληνες βασικά είδη διατροφής.

 Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τον ιδιαίτερα ψυχρό χειμώνα του 1941-1942, τον χειρότερο των τελευταίων 60 χρόνων.
Ο Φαλτάϊτς έγραψε το κείμενο αυτό από τις 15 έως τις 23 Ιανουαρίου του 1944, το οποίο σκόπευε να εκδώσει. Αρχικός του τίτλος ήταν «Καιρός κατοχής, λιμού και παγωνιάς», τον οποίο όμως άλλαξε σε «Δέησις στον Ήλιο».

Όντας και αυτός ένας από τους εκατομμύρια των εξαθλιωμένων από την πείνα και τις στερήσεις Ελλήνων, στο κείμενό του περιγράφει με όλη την τραγικότητα και την ωμότητα την κατάσταση που επικρατούσε τον χειμώνα του 1941-1942 στην Αθήνα – τις ουρές που σχηματίζονταν έξω από τους φούρνους που δεν έβγαζαν ψωμί, τις ουρές για ένα τσουνκινόζουμο, το σάπιο κριθάρι που έστειλε τόσο κόσμο στον τάφο, τα παιδιά που έψαχναν στα σκουπίδια για λίγο φαγητό και τους μαζικούς θανάτους που έπαψαν από ένα σημείο και μετά να προκαλούν συγκίνηση στους περαστικούς .
Ακολουθούν αποσπάσματα από το αδημοσίευτο κείμενο «Δέησις στον ήλιο»


(…)Μέσα στην πείνα μας, μες στον αποκλεισμό, το καλοκαίρι πέρασε, χωρίς χαμό μεγάλο. Μας εζέσταινες, μας έτρεφες. Τροφή ήσουν και μαστός και γάλα. Μα χάθηκες νωρίς. Φέτος, πολύ νωρίς. Ήθρεν απ’ τον Οκτώβρην ο χειμώνας θυμωμένος. Τα ξεροβόρια και χιονάδες και βροχές. Τι παγωνιά! Χρόνους εξήντα τόσους είχεν να ιδεί ο κόσμος τέτοιαν χειμωνιά, κακήν για τους ανθρώπους. Και έτυχεν ο χειμώνας τούτος σύντροφος στην πείνα, στον αποκλεισμό, φίλος του χάρου, σύμμαχος του τάφου.

Πόσοι θα ζήσουν, πόσοι θα πεθάνουνε πόσοι γινήκαν γέροι, και όχι από τα χρόνια μα από την πείνα και το κρύο, όπου καταλούνε πιο πολύ και από τα χρόνια. Πώς να τα σύρομε τα πόδια μας στις παγωμένες λάσπες, τόσο δρόμο; Τα τραμ σταμάτησαν. Δεν έχουνε βενζίνα τ’ αυτοκίνητα. Χαθήκανε τα τροχοφόρα. 

Κι όλο χιονόνερο η μπόρα. Μεγάλη η πόλις, είναι απέραντη. Ώρες πολλές, πώς να βαδίσεις νηστικός και παγωμένος, πώς να γυρίσει βράδυ στο σκοτάδι απ’ τη δουλειά! Πώς να αντικρίσεις, όταν φθάσεις, την γυναίκα, τα παιδιά; Σβηστό το τζάκι στη γωνιά και συ με χέρια νάρθεις άδεια, παγωμένα!(…)

(…) Όλα χάθηκαν. Οι τροφές, τα κάρβουνα, το λάδι, το πετρέλαιο, το γάλα, γάλα των παιδιών. Όμως το κρύο άφθονο κόσμον αδιάβαστον πολύν τον στέλνει στον κοινό τον λάκκο. Και έξω να ουρλιάζουν τα σκυλιά, να κλαιν’ οι γάτες σαν παιδιά και τα παιδιά σαν γάτες. Και να σκαλίζουν τα σκυλιά και να σκαλίζουνε κι οι γάτες. Να σκαλίζουν τα παιδιά κάτι να βρούνε στα σκουπίδια. Έτσι πεθαίνουν τα σκυλιά και οι γάτες μέσα στα σκουπίδια. Μα τα παιδιά σκαλίζουν πάλι κάτι να βρούνε στα σκουπίδια (…)