ΜΙΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΝΑΥΤΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΦΑΛΤΑΙΤΣ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
Το Πάσχα του 1913 βρήκε την Ελλάδα εν μέσω των εξελίξεων που έδειχναν ότι θα οδηγηθούμε στον 2 Βαλκανικό πολέμο.
Ναύτες και στρατιώτες περίμεναν την Ανάσταση μακριά από τις οικογένειες τους.
Ο Δημοσιογράφος Κ. Φαλτάιτς σε δύο ανταποκρίσεις του για την εφημερίδα ΄΄Ακρόπολη΄΄ περιγράφει, με ευαισθησία και τρυφερότητα, τις στιγμές και μας ταξιδεύει όχι μόνο πίσω στο χρόνο αλλά και στην ψυχοσύνθεση των συμπολεμιστών του.
Ο γιός του Μάνος Φαλτάιτς εικάστικός, συγγραφέας και ιδρυτής του ομώνυμου Μουσείου στη Σκύρο, σε ένα μικρό βιογραφικό σκιαγραφεί την προσωπικότητα του ξεχωριστού εκείνου λόγιου και πολεμικού ανταποκριτή που συγκινείται όταν βλέπει από τη Θάλασσα να ανάβουν οι λαμπάδες της Λαμπρής στην Τένεδο το Πάσχα του 1913.
Η εγγονή του Άννα φαλτάιτς ανέσυρε τα δημοσιεύματα της εφημερίδας ώστε με αυτόν τρόπο να σας ευχηθούμε από αυτό το Blog,
Καλό Πάσχα.
Ο ΜΑΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ
Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, γεννήθηκε στα 1891. Σπούδασε νομικά και φιλολογία. 19 χρονών μπήκε στη δημοσιογραφία, όπου γρήγορα διέπρεψε. Συνεργάστηκε με τις περισσότερες Αθηναϊκές εφημερίδες και με περιοδικά, δίνοντας άρθρα και ρεπορτάζ, μελέτες και λογοτεχνήματα.
Ήταν τόσο πολύπλευρη και πολυμερής η διάνοιά του, που θύμιζε αρχαίο σοφό. Ο δημοσιογράφος, ο λογοτέχνης, ο πατριώτης, ο μελετητής, ο άνθρωπος, απαρτίζουν μία προσωπικότητα, απ' τις πιο ενδιαφέρουσες της νεοελληνικής ζωής της τελευταίας είκοσι πενταετίας.
Από τα πρώτα του έργα φάνηκε η αξία του ταλέντου του κι εκτιμήθηκε η ανεπτυγμένη ψυχογραφική του ικανότητα, το έντονο προσωπικό ύφος… Σε ιδιαίτερους τόμους και τεύχη εξέδωσε διηγήματα και αφηγήματα, μυθιστορήματα, μελέτες λαογραφικές, ιστορικoεθνικές, γλωσσολογικές.
Ο Φαλτάιτς δεν ανήκε στην τέχνη, ούτε στην επιστήμη, στην οικογένειά του ή στον εαυτό του - λιγότερο απ' όλα: Ανήκε στο Έθνος του. Πουθενά αλλού. Έκανε όνειρό του τους πόθους του Έθνους. Χαρά του τις επιτυχίες του, πένθος το πέσιμό του, χτύπο της καρδιάς τον παλμό της ζωής του. Μοναδικό του ιδανικό ήταν το χρέος προς το έθνος. Παραμέρισε όλα τα άλλα κι έγινε αυτό σκοπός της ζωής του.
Ήταν από τους λίγους διαλεχτούς, που δεν βλέπουν τη ζωή απ' το όστρακό τους, οχυρωμένοι πίσω απ' την αδιάφορη απραξία τους. Ζούσε έντονα τη ζωή, πολύ έντονα, κι αυτό τον τσάκισε. Συνεπαρμένος απ' τους οραματισμούς του, έβλεπε για τα πράγματα που αγάπησε, κινδύνους που οι άλλοι δεν έβλεπαν ή δεν υπολόγιζαν τόσο. Ο πόλεμος τον εκλόνισε πολύ και στο τέλος τον συνέτριψε. Η ευαίσθητη καρδιά του, που έκλεινε τόση αγάπη για τον άνθρωπο, πληγώθηκε απ' τις φρικαλεότητες του πολέμου, απ' το θέαμα του εμφύλιου σπαραγμού...
Η πατριδολατρία του ήταν βαθιά και οργανικά δεμένη με το είναι του. Όλη του όμως η αγάπη για την Ελλάδα, συμπυκνώθηκε -λες- για να χωρέσει, στη γραφική μικρογραφία της Ελλάδας μας, στη Σκύρο. Η αγάπη του, που αγκάλιαζε στοργικά τους ανθρώπους, ξαπλωνόταν στα ζώα, στα πράγματα ακόμα. Αισθανόταν το σώμα του σαν ένα κομμάτι της γης του νησιού του. Έσκυβε με πάθος στο ρυάκι να πιει νερό της γης που αγαπούσε. Φιλούσε με λαχτάρα το χορταράκι, χάιδευε την ξερή πέτρα.
Η μυθολογία της Σκύρου, η ιστορία της, η λαογραφία και οι παραδόσεις του λαού της, ήταν οι κύριες ασχολίες του. Κάθε τι Σκυριανό, ήταν υπέροχο, μοναδικό, ωραίο. Ήταν η αγάπη του με τη Σκύρο, έρωτας μεγάλος…
Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, πέθανε στη Σκύρο στις 21 Οκτώβρη 1944, σε ηλικία 53 χρονών. Κηδεύτηκε και τάφηκε με τη συμμετοχή όλων σχεδόν των κατοίκων της Σκύρου.
Μόνο τα βρέφη κι όσοι βρίσκονταν στο κρεβάτι από γηρατειά ή αρρώστια δεν παρευρέθηκαν στην κηδεία του. Ο πόνος όλων των Σκυριανών ήταν αληθινός και τεράστιος και ποτέ από τότε δεν έχει πραγματικά ξεχαστεί απ τη γενιά εκείνων των Σκυριανών.
Όσοι ζούνε ακόμα από κείνο το γεγονός, νοιώθουν τα ίδια αισθήματα πού είχανε νοιώσει τις μέρες που πέθανε και τάφηκε.
Μόνο τα βρέφη κι όσοι βρίσκονταν στο κρεβάτι από γηρατειά ή αρρώστια δεν παρευρέθηκαν στην κηδεία του. Ο πόνος όλων των Σκυριανών ήταν αληθινός και τεράστιος και ποτέ από τότε δεν έχει πραγματικά ξεχαστεί απ τη γενιά εκείνων των Σκυριανών.
Όσοι ζούνε ακόμα από κείνο το γεγονός, νοιώθουν τα ίδια αισθήματα πού είχανε νοιώσει τις μέρες που πέθανε και τάφηκε.
Το αρχείο του Κωνσταντίνου Φαλτάιτς, φυλάγεται στο Μουσείο Φαλτάιτς στη Σκύρο.
http://www.faltaits.gr/
http://www.faltaits.gr/
Από την Άννα Φαλτάιτς
Σε λίγες ημέρες θα γιορτάσουμε την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Ως έναν φόρο τιμής σε όλους εκείνους που πολέμησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους, αναδημοσιεύουμε από την εφημερίδα «Ακρόπολη» την περιγραφή του Κώστα Φαλτάιτς για τον τρόπο με τον οποίον γιόρτασαν οι ναύτες μας την Ανάσταση, τον Απρίλιο του 1913. Η περιγραφή αυτή δημοσιεύτηκε σε δυο συνέχειες, την Παρασκευή 19 και το Σάββατο 20 Απριλίου 1913.
΄΄Η Ανάστασις
Πως εορτάσθη εις τον στόλον μας
Ωραίαι και συγκινητικαί στιγμαί
Αδέρφια, καλή στεριά!
Περιγραφή ναύτου του Πολεμικού Ναυτικού
«Στόλος – Απρίλιος 1913.
Δεν ανέστη φέτος ο Χριστός μόνον στους πολυτελείς ναούς των πόλεων, σταις εκκλησιούλες των χωριών, στα παλάτια των μεγάλων, σταις καλυβούλες των αγροτών. Μια ανάστασις πειό απλή, πειό συγκινητική, χωρίς τη λάμψι χρυσοδεμένων αμφίων, και το θάμπωμα αγαλματένιων λαμπάδων, μια Ανάστασις όχι όμως γι’ αυτό ολιγώτερο μεγάλη, ολιγώτερο αληθινή, λειτουργήθηκε μακρυά, πάνω στην ταραγμένη θάλασσα, κάτω από τα στόματα των τούρκικων φρουρίων στα Δαρδανέλλια, που από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή ήσαν έτοιμα να χύσουν το αναλυμένο στη φωτιά ατσάλι των για να χαιρετίσουν την μεγάλη εορτή των πιστών, το Κουρπάν Μπαϊράμι, όπως λέγουν το Πάσχα μας, με τον βραχνό, μουγγωμένο των κρυγμό.
Μέσα στα θαμπά, άφωτα υποφράγματα των περιπολούντων στα Στενά αντιτορπιλλικών, αντήχησεν υπόκωφα, πνιγμένα η ψαλμωδία του χαρμοσύνου τροπαρίου, και οι ναύται που τόσους μήνες έχουν να πατήσουν τη γη, αγκαλιάστηκαν με δακρυσμένα τα μάτια, και έδωσαν αναμεταξύ των την πειό μεγάλη ευχή, που υπηγόρευεν η καρδιά στα χείλη.
-Παιδιά, καλή στεριά…
Απάνω στο κατάστρωμα, στην γέφυρα, στους πυργίσκους των πυροβολείων τα πνιχτά σαν φιμωμένα βήματα των σκοπών ναυτών αργοσαλευόντων μέσα στο κρουστό σκοτάδι, ηκούοντο όπως τα βήματα κλέφτη, φυλάττοντος έξω, και έτοιμου να δώση το σύνθημα του κινδύνου, στους άλλους συντρόφους του, που έπρατταν μέσα το ανοσιούργημα.
Και το ανουσιούργημα ήτο η πειό υψηλή ιεροτελεστία, η ιεροτελεστία της Αναστάσεως του Κυρίου καμωμένη από εμάς τους άλλους ναύτας.
Θεέ μου… Με τι συγκίνησι, με τι επίγνωσι εωρτάσαμε το φετεινό Πάσχα.
Στου καθενός ανδρός τη ψυχή είχε ριζωθή η ιδέα, ότι ήτο αδύνατον εκείνη η βραδειά να περάση έτσι, και γεμάτοι πρόληψι επεριμέναμε την ξαφνική λάμψι και τον κρότο που ξεφεύγοντας από τη σκοτεινή απέναντί μας γη των Δαρδανελλίων θα εκυλίετο μπροστά μας, για να μας δώσουν αυτά πρώτα την είδησι της Αναστάσεως…
Δεν μπορώ να πω, αν μια τέτοια ομοβροντία κανονιών και κρότων εναντίον του δικού μας καραβιού, θα ήτο ευχάριστος ή δυσάρεστος εις το πλήρωμα. Αν κρίνη κανείς από τους διαλόγους που διημείβοντο το Σάββατο το απόγευμα, και κατόπιν τα μεσάνυχτα, την ώρα της Αναστάσεως, το πράγμα θα εγίνετο δεκτόν από τας δύο του όψεις
-Δεν μπορεί να το χωρέση το μυαλό μου, έλεγεν ο οικονόμος του καραβιού, κοντόχονδρος σαν οβίδα των 28, πως οι Τούρκοι θα μας αφήσουν έτσι. Θα τους δης τους γουρουνομύτηδες. Μαζί με το Χριστός Ανέστη.
-Και δεν το παρακαλάς, απήντησεν ένας πτυχιούχος πυροβολητής, πεταχτός σαν κοκοράκος.
Πως διάβολο, ήμαρτον Θεέ μου, για τη βλαστήμια – θα γιορτάσωμε φέτος το Πάσχα; Χωρίς κανονιές και βουητά εγώ δεν μπορώ να νοιώσω Ανάστασι. Το δικό μου το κανόνι το ετοίμασα και… νίπτω με τα τας χείρας μου.
-Σώπαινε, αδελφέ, τον εσταμάτησαν δέκα φωναί. Δεν έχομε καμμιά όρεξι για τέτοιου είδους γλέντια, πάνω στη μεγάλη χαρά. Ας κάθουνται οι άνθρωποι στην ησυχία των, για να γλυτώσουν και το μπαρούτι, που είνε ακριβό.
-Πάψτε μωρέ δειλοί. –απήντων άλλοι. – Ξέρεις τι έχει να πη πάνω στο «Δεύτε λάβετε φως», μια κανονιά για να ανάψωμε τα κεριά μας; Μεγαλείο σου λέει άλλος.
-Ωραίο μεγαλείο. Δεν κάθεστε λέω γω, στ’ αυγά σας…
-Ποια αυγά μας; Τα κόκκινα;
-Όχι. Τα μαύρα σας τα… σύκα.
Από Πασχαλινά φαγιά ευτυχώς είμεθα καλά εφωδιασμένοι. Ο τροφοδότης είχε προμηθευθή από την Τένεδο καμιά διακοσαριά κουλούρες, καμμιά χιλιάδα κόκκινα αυγά, μαρούλια, κρομμυδάκια φρέσκα, και δεκαπέντε ζωντανά αρνάκια, τα οποία έσφαξε το Σάββατο το απόγευμα ο γνωστός μας πτυχιούχος πυροβολητής, μέσω της θρηνώδους συναυλίας των ναυτών, φωναζόντων.
-Τα κακόμοιρα… Δεν τα λυπάσαι, μωρέ αγριάνθρωπε…
-Σιωπή, βρε ζαγάρια και ππιάστε καμμιά κοιλιά να την πλύνετε. Τα μεσάνυχτα θα γυρεύετε να ντερλικώσετε τον τσορβά.
Ο πτυχιούχος πυροβολητής του οποίου το όνομα δεν θέλω να παραδώσω εις την αθανασίαν, μετά το σφάξιμο επήρε όλες της προβιαίς για τον κόπο του, και φορτωμένος με αυτάς έκανε μια βόλτα ως την πρύμη φωνάζων με τη μύτη σαν… αληθινός χασάπης, για να τον ακούσουν οι αξιωματικοί, κάτω στον καρρέ.
-Αρνάκια για σφάξιμο. Εδώ ο οβιλίας ο σιτευτός… Παίρνομε και τούρκικες προβιές… Άλλα… Άλλα. Ε΄νε κανείς κάτω για σφάξιμο…
Και για να συμπληρώση τη Πασχαλινη αυτή ζωγραφιά, που τόσο ωμοίαζε με στεριανή, γενημένη στη θάλασσα των Δαρδανελλίων, ένας άλλος ναύτης επήρε μια χονδρή βίδα και εζήτει με το κεφάλι της να σφραγίση τα πισινά πόδια των γδαρμένων αρνιών, φωνάζων ότι θα καταγγείλη το Κουβέρνο, που ήθελε να ξεφύγη από τν φόρο των σφαζομένων.
Έτσι επέρασε όλο το απόγευμα του Σαββάτου, και το βράδυ με το κλείσιμο των θυτίδων για να μη φαίνωνται έξω τα φ΄τα, τα οποία περιορίζωνται εις το ελάχιστον και σκεπάζονται με καλύμματα για να θαμπίζουν, οι ναύται άρχησαν κάτω στα δυο υποφράγματα να ψάλλουν με σιγανή ζουπηγμένη φωνή τα τροπάρια του Μεγάλου Σαββάτου και του Πάσχα, ενώ οι άλλοι συνεζήτων για την μαγειρίτσα του μεσονυκτίου, και άλλοι για τον τρόπο με τον οποίον θα ανηγγέλλετο εις το πλοίον η Ανάστασις του Χριστού.
Και το πρόβλημα τούτο απησχόλησε αληθινά όλο σχεδόν το πλήρωμα.
Διάλογοι και σχόλια αντηλάσσοντο χίλιοι δυό επί του θέματος αυτού, και οι πειό άπειροι ναύται, ηρώτων τους εθελοντάς, πως έκαναν το Χριστός Ανέστη, εάν ευρέθησαν ποτέ στο πέλαγος.
Κανείς όμως δεν ήξευρε να δώση σαφή και ωρισμένη απάντησιν.
-Τι να σας πω, βρε παιδιά, ημέρα πούναι, είπεν ένας γέρος δίοπος. Ποτές μου, είκοσι χρόνια που έχω μόνιμον υπηρεσίαν, δεν έτυχε να κάνω Λαμπρή στο πέλαγος. Αυταίς ταις μέραις ταις έκανα γερνέ σπίτι μου, στον Πειραιά.
-Έχεις το δίκηο, μπάρμπα Γιάκομε, να δούμε όμως τώρα τι κάνομε.
-Τι κάνομε; Να θα σηκωθούμε στης εντεκάμισι, απήντησαν άλλοι. Θα στρώσωμε τα συσσίτια, και θα φάμε τη μαγειρίτσα μας.
-Μπράβο σας, και καλημερούδια μας. Όλο περί βρώσης και πόσης, εξερράγη κάποιος. Αλλά να δούμε το πρώτο «Χριστός Ανέστη» ποιος θα μας το πη, πως θα το μάθωμε μεις. Αυτό να δούμε.
-Μου φαίνεται, ότι θα το πη ο κ. Κυβερνήτης, μαζύ με την αλλαγή της φυλακής στας δώδεκα.
-Ορίστε… εξυπνάδα! Για Πατριάρχη τον περνάς τον καπετάνιο; Αυτός θα το μάθη από μας.
-Τι κοντρεστάρετε, δω πέρα βρε παιδιά, εβροντοφώνησεν ένας υποκελευστής τορπιλλητής, ευρεθείς εκείνην την στιγμήν στο υπόφραγμα, και επιβαλών την σιωπήν με την παρουσίαν του. Κουκούτσι τσερβέλο δεν βρίσκεται στην κούτρα σας.
Εμείς θακούσωμε της μπαταριαίς που θα ρίξη ο «Αβέρωφ» και θα πούμε Ανέστη ο Κύριος.
Η σκέψις του υποκελευστού εφάνη η πλέον φυσική, διυλισθείσα όμως κατόπιν ευρέθη πολύ αμφίβολος, και όχι τόσο πρακτική.
-Έχετε δίκηο, κύριε υποκελευστά μα ο αέρας φυσά τραβέρσο και δεν πιστεύω να ακούσωμε. Και στο τέλος. Ποιος ξέρει αν θα κανονιοβολήση ο «Αβέρωφ».
Επί τέλους μετά πολλάς συζητήσεις απεφασίσθη ότι θα εμαθαίναμε την Ανάστασιν του κυρίου δια του Ασυρμάτου. Κατά τας δώδεκα θα ερωτούσαμε τον «Αβέρωφ» και θα ελαμβάναμε την απάντησιν.
Και με την ιδέαν αυτήν εκοιμήθημεν όλοι ήσυχοι, όσοι δηλαδή εκοιμήθημεν, γιατί οι μισοί είχαν βάρεια στο κατάστρωμα και το κύτος, και έμεναν με τα μάτια των γαρίδα.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Οξεία και τεντωμένη η φωνή του διόπου της φυλακής, εξεχύθη κατά τας ενδεκάμισυ στα δυο υποφράγματα, σκορπώσα χαρούμενα, μια καινούργια ζωή.
-Έγερσις. Έγερσις. Σηκωθήτε παιδιά. Άλλα έγερσιιιιιις.
Εκείνη την βραδιά όλοι εσηκώθημεν με προθυμία, χωρίς μουρμούρες και χωρίς μεμψιμοιρίας κατά του διόπου της φυλακής που μας εξύπνησε τόσο νωρίς.
Το ντύσιμο ενός ναύτη, ιδίως όταν το καράβι του ευρίσκεται στην περιπολία, έχει απλοποιηθή πάρα πολύ. Κοιμούμεθα οι πειό πολλοί με τα ρούχα και όταν σηκωθούμε βρισκόμεθα ντυμένοι.
Γι’ αυτό δεν είχαν περάσει ούτε δυο λεπτά, και το υπόφραγμα αντήχε, από τας φωνάς, και το ανεβοκατέβασμα των ναυτών, ετοιμαζόντων τα συσσίτια.
Καμμιά δεκαριά μάλιστα είχαν πεταχθή πίσω στην πρύμη ως την κουζίνα για να βεβαιωθούν αν πράγματι εμαγειρεύετο η μαγειρίτσα, ή εμαγειρεύετο καμμιά παληοδουλειά στο πλήρωμα.
-Ένας έχωσε την μύτη του, στην χαραμάδα της κλειστής και σκοτεινής καθόδου, και ύστερα είπε στους άλλους με απογοήτευσι και θυμό.
-Την πάθαμε σαν σπαρματσέτα. Ο Μάγειρας έχει σκοτάδι ντουμάνι και καμμιά μυρωδιά σούπας δεν ακούεται.
-Μίλα καλά, απήντησαν οι άλλοι, χώνοντες και αυτοί την μύτη των. Είχε γούστο λέει, να μας αναβάλουν το συσσίτιο για το πρωί.
Και η φωνή των εβάφη με τέτοιο τόνο απογοητεύσεως, ώστε ο δίοπος της φυλακής που τους ήκουσε έσπευσε να τους πη για να τους καθησυχάση.
-Έννοια σας μωρέ παιδιά, που δειλιάσατε. Η σούπα είνε έτοιμη από τας δέκα.
-Α. έλεγα δα, είπεν και ένας από την απογοητευμένη παρέα, τρέχων να αναγγείλη το ευάριστον γεγονός εμπρός στο καμπούνι.
Εν τω μεταξύ τα συσσίτια είχαν ετοιμασθή. Ο αποθηκάριος εμοίρασε ταις κουλούρες, αυγά σε αναλογία δυο για τον καθένα και τυρί.
Έπειτα αφού όλα πειά ήταν έτοιμα, ένας ναύτης χρηματίσας κάποτε στα παιδικά του χρόνια βοηθός ψάλτης του παπά, στην πατρίδα του το Κρανίδι, ήναψε από την κανδύλα της εικόνας του Αγίου Νικολάου, που έχομε στο υπόφραγμα, ψάλλων συγχρόνως αργά, αργά, με την τραβηγμένη φωνή των Κρανιδιωτών.
-Δεύτε λάβετε φως, εκ του ανεσπέρου φωτός…
Πεντέξη κεριά και σπαρματσέτα ηνάφθησαν αμέσως, γεμίσαντα το βάθος του υποφράγματος με το μελιχρό παρήγορο φως των, σχηματίζον τον κανβά μιας μουσικής πλεγμένης με τας φωνάς των ψαλλόντων ναυτών, και το κούφιο βουητό της θαλάσσης, χτυπώσης στο κοράκι και ταις μάσκαις της πλώρας.
Σε λίγο μια φωνή χαρμόσυνη, καθαρά, γιαλιστή φωνή ηκούσθη, πάνω από το κατάστρωμα.
-Παιδιά Χριστός Ανέστη…
Ήτο ο τηλεγραφητής του ασυρμάτου, όστις ηρώτησε στον «Αβέρωφ» αν Ανέστη ο Χριστός, και έλαβε την απάντησι.
-Αληθώς Ανέστη.
Οι ναύται άρχισαν τότε να ψάλλουν προεξάρχοντος του Κρανιδιώτη ναύτη, το μεγάλο και χαρμόσυνο τροπάριο, κατόπιν δε τα άλλα Αναστάσιμα.
-Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν Λαοί, Πάσχα κυρίου Πάσχα.
-Δόξα τη Αναστάσει σου Χριστέ.
-Άγγελος εβόα τη κεχαριτωμένη αγνή Παρθένε, χαίρε.
-Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι κτλ. Κτλ.
Στα πρόσωπα των ναυτών, αντανακλάτο μια χαρά, μιγμένη στη λύπη. Ποιος δεν καταλαβαίνει, τι εσυλλογιζόμεθα όλοι μας, την ώρα εκείνη που μόνον η χαρά πρέπει να έχη θέσιν στην καρδιά όλων των χριστιανών.
Είδα πολλούς να δακρύζουν ενώ εφιλώντο, και δεν ξεύρω αν και εμένα με είδε κανείς.
Έπειτα ενώ εμοιράζετο ο τσορβάς στα μετάλλινα πιάτα, επήραμε τα αυγά και τα ετρακαρίζαμε, λέγοντας.
-Χριστός Ανέστη και καλή πατρίδα.
-Αληθινώς, αληθινώς ο Κύριος.
Μερικοί απήντων στο Χριστός Ανέστη με ένα «Αλήθεια» καθώς συνηθίζεται σε πολλά χωριά της Μαγνησίας και ένας Σπετσιώτης για να πειράξη τους Ποριώτας και Κρανιδιώτας αριθθμουμένους εις το καράβι μας, κατά πεντάδας, εφώναξε αρβανίτικα.
-Χριστόϊ Ουγκιάφ…
Όλοι λυθήκανε στα γέλοια, και οι ναύται δια τους οποίους εγένετο ο υπαινιγμός, χωρίς να θυμώσουν απήντησαν.
-Βιτέτ Ουγκιάφ… Μα ουγκιάφ δεν θα πη ανέστη, θα πη σηκώθηκε.
Όταν ανέβηκα στο κατάστρωμα, μισοζαλισμένος από τας ιδέας που εχτύπων στο κεφάλι μου σαν κατακλυσμός προσεβλήθην από ένα μεγάλο φως, που έλαμπε δεξιά προς την διεύθυνσι της πρύμης μας.
Φως τη νύχτα, μέσα στην θάλασσα; Βέβαια δεν θα ήτο κανένα Ελληνικό πλοίο, αλλά όχι βέβαια και Τουρκικό. Το φως το οποίον στην αρχή εφαίνετο μόνο, και απετέλει ολόκληρη πυρκαϊά, ξεχώρισε κατόπιν στα μάτια μου, σε πολλά πολλά φώτα, σαν να είχαν τσιμπήση τη νύχτα με πολλαίς βελόναις, αντί δε αίματος έβγαιναν σταλαγματιαίς φλογούλες.
Σε λίγη απόστασι από εκεί, διεκρίνετο άλλος σωρός πάλι φώτων, και πειό μακρυά άλλος πολύ ασθενικός όμως ο τελευταίος.
Επί τέλους μέσα στο σκοτάδι κατώρθωσα να διακρίνω τον κοιμισμένο όγκο του νησιού της Τενέδου, επάνω εις την οποίαν έκαιαν αι λάμψεις των λαμπάδων της Αναστάσεως.
Ολόκληρη ιεροτελεστία, ήλθε τότε στα αυτιά μου χωρίς να ακούω τίποτα πραγματικώς. Αι τρεμοσβύνουσαι λάμψεις, ήσαν σαν μουσικαί νότες, νότες ομιλούσαι στα μάτια μου και ψιθυρίζουσαι μια μεγάλη προσευχή στην ψυχή. Την προσευχή της ομιλούσης σιωπής.
Βαθειά, πολύ βαθειά, στην Ασιατική ακτή, άλλα φώτα, πολύ δειλά, σβυσμένα φώτα, λες και άναβαν λαθραία, μου εφάνταζαν και έκαναν να με αρπάση κάποιο ρίγος.
Από τότε που εκηρύχθη ο πόλεμος, κανένα φως ούτε στα νησιά που κατελάβαμε, ούτε στας ακτάς της Ασίας και του Ελλησπόντου, θα δη ο ποντοπόρος ναύτης, να τρεμοσβύνη και να συνοδεύη τον νυχτερινό του δρόμο.
Όλα τα χωριουδάκια και αι κωμοπόλεις δια λόγους στοιχειώδους προνοίας, βυθίζονται με το νέκρωμα του λυκόφωτος στο σκοτάδι.
Γι’ αυτό το φως που έβλεπα στην Τένεδο, και τα φώτα της Ασιατικής Ακτής, εκείνα ιδίως μου έκαναν τόση μεγάλη εντύπωσι, και μου έφεραν τέτοιο ρίγος.
Εώρταζαν λοιπόν και οι δούλοι χριστιανοί του Κουμ Καλαί, των Μπιζικιών και των άλλων χωριών της Ασίας, εώρταζαν την Ανάστασι, και ελεύθεροι να πλησιάσουν στον καινούργιο Χριστό του άναβαν φώτα και λαμπάδες.
Μέσα στην τραμουντάνα οι προβολείς των τουρκικών φρουρίων, εσκόρπιζαν και αυτοί το πλούσιο ήλινο, μα ανήσυχο, μουδιασμένο φως των και το φεγγάρι που ανέτειλε σε λίγο μέσα από τα Στενά, εφαίνετο σαν σπασμένο κόκκινο αυγό, από το κοίλον του οποίου εξεχύνετο και εκύλα ρυάκι στη θάλασσα, μια μεγάλη ταινία, ο χρυσοφωτεινός του κρόκος.
Α… εκείνη την βραδειά την μεγάλη βραδειά της Αναστάσεως, όλα ήσαν φως και χρυσάφι, και μόνον το καράβι μας τυλιγμένο στο σκοτάδι, ηκολούθει τον αιώνιο του δρόμο, σαν φάντασμα κατάρας και κολάσεως.
Κ.
Απρίλης 1913»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου