(Από την Άννα Φαλταϊτς)
Στα ρεπορτάζ του από την Νικομήδεια, ο Κώστας Φαλτάϊτς έδωσε
αρκετές φορές ανατριχιστικότατες λεπτομέρειες από τις μεθόδους «εκκαθάρισης»
που χρησιμοποιούσαν τα κεμαλικά στρατεύματα κατά των χριστιανικών πληθυσμών,
μεταφέροντας πάντα μαρτυρίες επιζησάντων. Η μαρτυρία που ακολουθεί,
συμπεριλαμβάνεται και στο βιβλίο «Αυτοί είναι οι Τούρκοι».
Εμπρός, Πέμπτη 3 Ιουνίου 1921
Το «Εμπρός» εις το μέτωπον
Η φρικωδεστέρα ελληνική τραγωδία
Η τουρκική θηριωδία εις τον κολοφώνα της
Πως εξοντώθησαν 5000 Έλληνες
Η σπαρακτική διήγησις της μόνης σωθείσης
Σκηναί απεριγράπτου φρίκης, τρόμου, αίματος
Του πολεμικού απεσταλμένου του «Εμπρός»
ΑΔΑ ΠΑΖΑΡ, Μάΐος. – Ας
αποκαλυφθούν όλοι οι μεγάλοι σφαγιασταί των αιώνων και όλαι αι μεγάλαι σφαγαί
της ιστορίας προ των σφαγιαστών και πρό των σφαγών των Λευκών της Νικαίας.
Η καταστροφή της
ελληνικωτάτης και πλουσιωτάτης αυτής κωμοπόλεως, ευρισκομένης παρά την
σφαγιασθείσαν επίσης Νίκαιαν, ήρχισεν από του Ιουνίου του 1920 και εξηκολούθησε
μέχρι του Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους και πέραν ίσως, αλλ’ όπως συνέβη και με
τας άλλας κατακρεουργηθείσας Ελληνικάς περιφερείας και Ελληνικά χωρία, ουδεμία
σοβαρά έκθεσις των Πατριαρχείων ή της Ελληνικής Κυβερνήσεως εδημοσιεύθη
σχετικώς με την σφαγήν των Λευκών, δίδουσα και την ελάχιστην έστω εικόνα του
συντελεσθέντος υπό των Τούρκων εγκλήματος, και ουδεμία επίσημος επιτροπή ή
επίσημον άτομον εφρόντισε να συλλέξη και τα ελάχιστα έστω στοιχεία, τα οποία θα
έδινον την αναπαράστασιν της συμφοράς.
Η ΑΝΕΚΔΙΗΓΗΤΟΣ
ΔΙΗΓΗΣΙΣ
Από τα ελάχιστα άτομα
τα οποία κατώρθωσαν να σωθούν από τον πληθυσμόν των πέντε χιλιάδων περίπου
Ελλήνων, οι οποίοι κατώκουν εις τας Λεύκας, η Ελένη Βαφειάδου, νέα και ωραία
σύζυγος του εκ Λευκών πλουσίου προκρίτου Βενέδικτου Βαφειάδου, συρθέντος υπό
των Κεμαλικών εις τα ενδότερα της Μικράς Ασίας, ευρίσκεται σήμερον πρόσφυξ εις
το Αδά-Παζάρ και ως εξής μας αφηγείται τα της ανηκούστου εκείνης συμφοράς·
-Την παραμονήν των Αγίων Αποστόλων του 1920 ήλθαν
πεντακόσιοι Τσέτες υπό την αρχηγίαν του Τούρκου αξιωματικού Τζεμάλ –του ιδίου
αυτού, ο οποίος έκαμε τας σφαγάς της Νικαίας και επάτησαν την πατρίδα μας. Οι
κάτοικοι που είχαν αντιληφθή τους Τσέτες, επήραν τα βουνά δια να γλυτώσουν από
αυτούς. Εγώ με τον άνδρα μου και το μωρό μας, εμείναμε σπίτι, γιατί δεν ήτο
δυνατόν να πάρωμε το παιδί μας στα βουνά. Τότε οι Κεμαλικοί ήρχισαν να μαζεύουν
με σκυλλιά από τα βουνά τον κόσμο και να τον φέρνουν εις ένα ανοικτό τόπο,
απέναντι της οικίας μας, και ήρχισαν να μαζεύουν και τους άνδρας που είχαν
μείνει στο χωριό και να τους κλείουν εις ένα μεγάλο σπίτι. Ο τόπος είχε
μαυρίσει από τον κόσμο και ο αέρας από τας φωνάς των ανθρώπων που έκλαιαν και
εφώναζαν
ΖΩΝΤΑΝΗ ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ
Από μια χαραγή του παραθύρου του σπιτιού μας
εκύτταζα με πλακωμένη την καρδιά και είδα έναν άγριο Τούρκο με μακρυά μαλλιά
και γένεια να κρατά ένα μαχαίρι, μεγαλείτερο από μισήν οργυιά που η άκρα του
ήταν λυγισμένη. Είχεν ανασηκωμένα τα μανίκια του και είχε τυλιγμένα τα χέρια
του ως επάνω με κόκκινο πανί για να διακρίνεται πως είνε τζελάτης (σφαγεύς).
Έπειτα είδα τον τζελάτη να γυρίζη γύρω-γύρω το μαχαίρι του και τον άκουσα να
του λέγη·
«Μπιτσαΐμ μπακ σάμ γκατς κισιλέρ τσόκ γκιαβουρλάρ
κεσεγκεκσίν (Κύττα, πόσες ψυχές Ελληνικές θα φάς απόψε μαχαίρι μου!)
Τον κόσμο που είχαν μαζεμένο σαν πρόβατα στην
μάνδρα και τον εφύλαγαν οι ωπλισμένοι Τσέτες, και κάθε στιγμή όλο και νέο κόσμο
εμάζευαν.
-Θα μας σκοτώσουν, είπα στον άνδρα μου αυτοί, να
φύγωμε, να φύγωμε.
-Στάσου να βρω κανένα τουρκικό σπίτι της γειτονιάς
να μας κρύψουν, είπεν ο άνδρας μου και να έλθω να σε πάρω.
Εξήλθεν από την πίσω πόρτα του κήπου μας στον
δρόμο, αλλά τον είδε μια χανούμισσα.
-Που πηγαίνεις, γκιαούρ; του εφώναξε.
-Χρήματα, χρήματα, όσα θέλετε σας δίνω, να μας
κρύψετε, είπεν ο άνδρας μου.
-Τι τρέχει; ηρώτησε.
-Αμάν, κρύψτε μας και ό,τι έχω χρήματα, χρυσαφικά,
όλα δικά σου είνε, είπε ο άνδρας μου.
-Στο σπίτι μου δεν γίνεται, βρήτε κανένα άλλο
σπίτι, έλεγεν ο Τούρκος, εις το τέλος όμως εδέχθη να μας κρύψη εις τον αχυρώνα
του. Έδωσα εις το παιδί μου αφιόνι να κοιμηθή, το έχωσα εις τα άχυρα, εχωθήκαμε
και ημείς εις τα άχυρα και παρακαλούσαμε τον θεό να μην πέσουμε εις τα χέρια
των Τσέτηδων.
Έπειτα ακούσαμε έξω μεγάλες φωνές και παρακαλέσαμε
τον Τούρκο –Εφέ Μουσταφά τον έλεγαν- να βγη έξω να δη τι γίνεται.
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ
Έπειτα από ολίγον ήλθεν ο Τούρκος και είπε·
-Ο Τζεμάλ έβαλε κήρυκα και φωνάζει πως όποιος
Τούρκος του χωριού έχει κρυμμένο γκιαούρ στο σπίτι του, να τον βγάλη αμέσως
έξω, να τον παραδώση, γιατί θα του κάψη το σπίτι του.
Ο άνδρας μου έδωσε όσα και αν είχε απάνω του
χρήματα, έπεσε στα πόδια του Τούρκου και έλεγε·
-Εμένα ας με κόψουνε, μόνο της γυναίκας μου τν τιμή
και τη ζωή του παιδιού μου να σώσω.
Από το δίπλα σπίτι έβγαιναν φωνές και έπειτα όλος ο
αέρας άρχισεν να γεμίζη από φωνές και κλάματα. Οι Τσέτες ήρχισαν να σφάζουν τον
κόσμο. Εγώ και άνδρας μου ελιποθυμήσαμε. Ύστερα από ώρα ήρθε πάλιν ο Τούρκος
στον αχυρώνα.
-Φως στα μάτια σου, λέγει του ανδρός μου. Ήρθε
τηλεγράφημα από τον Κεμάλ να μην κοπούν οι χριστιανοί, μόνο να πάρουμε τα
χρήματά σας και τα όπλα σας. Πηγαίνετε στο σπίτι σας, μη φοβάσθε.
Αναγκαστήκαμε να φύγωμε από τον αχυρώνα και ετραβήξαμε και εκρυφτήκαμε εις τον κήπο του σπιτιού μας. Εκεί ήρθε και ο συγγενής μας ο Στρατής βαφειάδης, πολύ πλούσιος με την κόρη του και εμείναμεν όλοι κρυμμένοι εις τον κήπο. Κατά το απόγευμα αργά οι Τσέτες άφησαν όσες γυναίκες είχαν πιάσει, ελεύθερες, τους άνδρες όμως όλους τους εφύλατταν κλειδωμένους στο μεγάλο σπίτι.
Έπειτα ακούσαμε να κτυπούν δυνατά την πόρτα του
σπιτιού μας και φωνές να καλούν τον άνδρα μου.
-Βογιατζή εφένδη, Βογιατζή.
Εφύγαμε έξω πάλι από την πόρτα του κήπου, ενώ
ηκούαμε την φωνή της συνυφάδας μου Πολυξένης που την έσφαζαν οι Κεμαλικοί.
Οι Τούρκοι ήρχισαν να γδύνουν τα σπίτια, να βιάζουν
τας γυναίκας, και να σκοτώνουν και πολλούς. Κρυμμένοι πάλιν εις τον αχυρώνα,
εμάθαμε ότι ένας χότζας της Λευκής επαρουσιάσθη εις τον Τζεμάλ και του είπε·
-Το δικό μου χαρτί γράφει πως οι Έλληνες της Λεύκας
δεν είνε άνθρωποι κακοί, πρέπει να τους αφήσης να ζήσουν.
Και ο Τζεμάλ είπε·
-Σου κάνω το χατήρι, αλλά πρέπει ως τας εννέα το
βράδυ να φέρουν 20.000 λίρες, γιατί αλλοιώτικα θα σκοτωθούν.
Εβγήκαν οι παπάδες και οι πρόκριτοι και μαζέψανε
2.800 λίρες, 2.000 οκάδες κουκούλι και τα χρυσαφικά των γυναικών. Τα επήγαν εις
τον χότζα όλα και του είπαν οι πρόκριτοί μας και οι παπάδες·
ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ
Αυτά είναι τα χρήματα και αυτή είνε η ψυχή μας.
Άλλα δεν έχομε. Αν θέλη ας πάρη τα χρήματα, αν θέλη ας πάρη την ψυχή μας.
Ο Τζεμάλ πήρε τα χρήματα, το μετάξι και τα
χρυσαφικά και μας άφησε να ζήσωμε. Ενάμισυ μήνα έμειναν οι Τσέτηδες στο χωριό
μας, και έπειτα έφυγαν και επήγαν εις την Νίκαια, και εις τας 15 Αυγούστου
εσκότωσαν εκεί όλους τους χριστιανούς.
Την νύκτα της 15-16 Αυγούστου ήλθαν πάλι οι Τσέτες
και έζωσαν κρυφά το χωριό, και το πρωί εσκότωσαν 60-65 ανθρώπους που τους είχαν
πιάσει να πηγαίνουν στα χωράφια των για δουλειά.
Μετά την σφαγήν αυτήν ο Τζεμάλ έβγαλε πάλι κήρυκα
και εφώναξε·
-Όσοι εσκοτώθησαν εσκοτώθησαν, άλλοι δεν θα
σκοτωθούν.
Είχε πέσει στην μέση ο χότζας , έπιασε τους
προκρίτους και είπε πως πρέπει οι χριστιανοί της Λεύκας να γίνουν Τούρκοι αν
ήθελαν να σώσουν την ζωή των. Ο χότζας αυτός ήτο πονόψυχος άνθρωπος και είπε·
όταν έλθη ο Ελληνικός στρατός εις την Λεύκα, γίνεσθε πάλι χριστιανοί.
ΣΚΗΝΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
Τότε εγίναμεν όλοι Τούρκοι, αλλάξαμε τα ονόματά μας και δώσαμε τον κατάλογο στον χότζα. Εγώ επήρα το όνομα Χαϊριέ, ο άνδρας μου Αχμέτ, ο κουνιάδος μου Μουσταφάς. Αι γυναίκες εβάλαμε χανουμίστικα και όσοι νέοι ήταν ρεβωνιασμένοι στεφανώθηκαν από το χότζα όπως λέγει το Κοράνι. Έπειτα οι Κεμαλικοί επήραν ένα γέρο συγγενή μας Βαφειάδη, του έδοσαν ένα φτυάρι και κασμά και τον επήραν στα χωράφια να σκάψη μόνος του τον λάκκον του, τον εσκότωσαν μέσα στο λάκκο που είχε ανοίξει ο γέρος. Ενός νέου Γιάγκου το όνομα, του έκλεψαν το σακκάκι και μέσα στην τσέπη του ηύραν ένα μικρό εικονοσματάκι. Τον εσκότωσαν και αυτόν αφού τον έβαλαν και άνοιξε πάλι μόνος τον λάκκον του.
Έπειτα επήγαν εις το σπίτι του Παπά Γιορδάν
Βαφειάδη του επήραν όλα τα πράγματά του, τον κατέβασαν τον Παπά, την παπαδιά
Ρεβέκα, νέα τριάντα ετών, τα τρία των παιδιά και την μητέρα του Παπά, στον
δρόμο έδεσαν τον Παπά Γιορδάν, ατίμασαν την γυναίκα του στο δρόμο εμπρός στα
μάτια του και εμπρός στα μάτια των παιδιών της, και τους έσφαξαν έπειτα όλους.
Τον άλλο παπά της Λεύκας, τον Παπά Κωστή τον εσκότωσε με το μαχαίρι του ο
τζελάτης μαζύ με την γυναίκα του και τα δυο παιδιά του.
Η ΚΑΫΜΕΝΗ Η ΡΟΔΑΝΘΗ
Επέρασαν 10-15 ημέραι κατόπιν με ησυχίαν. Έπειτα
επήραν τον κουνιάδο μου και εμαζέψαμε όλη η οικογένεια του Βαφειάδη 700 λιρών
κοσμήματα και τα εδόσαμε για να τον αφήσουν ελεύθερο. Ένα βράδυ έπειτα από δύο
ημέρες εχτύπησε το τύμπανο στο χωριό, εμαζεύθησαν οι Κεμαλικοί και άρχισαν να
σπάζουν τις πόρτες και να φωνάζουν πως θα σφάξουν όλους τους γκιαούρ.
Επήραμε το παιδί μας και ετρέξαμε στον κήπο. Εκεί
ακούσαμε να έρχεται από το δρόμο μια φωνή της νεοπαντρεμμένης Ροδάνθης
Πασχαλίδη που έλετε·
-Μη μου χαλνάτε τη ζωή και δεν εχόρτασα ακόμη τον
κόσμο
-Ακόμη φωνάζεις γκιαούρ, εφώναξαν οι Τούρκοι και
την επυροβόλησαν, αλλά δεν την ηύραν τα βόλια.
Η Ροδάνθη εφώναξε
-Δεν είμαι κορμί να με σκοτώσετε.
Ένας τσέτης άναψε ένα σπίρτο να δη το πρόσωπό της
αλλά ένας άλλος Τούρκος την εχτύπησε με το μαχαίρι του και η φωνή της δεν
ακούστηκε πιά.
Μέσα στον κήπο μας είχαν μαζευθή και άλλαι γειτόνισσαι
με τα παιδιά των και όταν ακούσαμε τους Τούρκους να ανεβαίνουν στο σπίτι μας
επηδήσαμε από το φράχτη και εσκορπίσαμε.
Ευρέθηκα με το παιδί μου σ’ ένα μικρό σπίτι μα ένας
τσέτης άρχισε να χτυπά την πόρτα και εγώ παρακάλεσα τον Θεό να δώση σε μένα και
στο παιδί μου αμέσως τον θάνατο.
Ένας άλλος Τούρκος εφώναξε τότε.
-Τι κάνεις μωρέ, στο άδειο αυτό σπίτι. Δεν πάς να
σκοτώσεις στα άλλα σπίτια που είνε γεμάτα από γκιαούρ.
Δεν ξεύρω ύστερα πως ήρθε και με ηύρε ο άνδρας μου
και πως ευρεθήκαμε κρυμμένοι δέκα σωστοί άνθρωποι στην καταβόδρα ενός αποπάτου.
ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
-Οι Τσέτες
εγύρευαν τον κόσμο στα σπίτια και στους κήπους. Ηκούαμε τας φωνάς αυτών που
εσφάζοντο και τα κλάματα των μικρών παιδιών που έλεγαν με γνώσι σαν να ήσαν
μεγάλοι.
-Εμάς γιατί
μας σφάζετε; Τι σας εκάναμε εμείς;
-Θα σας
πάμε στον δάσκαλο να μάθετε γράμματα, έλεγαν οι κακούργοι και τους έσπαζαν τα
κεφάλια.
Όταν
ξημέρωσε και έγινε ημέρα εβλέπαμε τα σκυλλιά που έτρεχαν να αρπάξουν τα
κομμάτια των σφαγμένων ανθρώπωη, και είχαν φέρει κοντά εκεί που ήμεθα
κρυμμένοι, ένα γυναικείο κεφάλι με τα μαλλιά που άρπαζαν η πέτρες και ένα πόδι
με το παπούτσι. Οι δρόμοι πρέπει να ήταν γεμάτοι από κομμάτια σφαγμένων
ανθρώπων και οι Τουρκάλες της Λεύκας έκαναν περίπατο εις τους δρόμους, έβλεπαν
τα πτώματα και εγελούσαν.
Ήτο μια γενική σφαγή. Οι Τούρκοι εσκότωναν τον κόσμο με τα μαχαίρια γιατί ελυπούντο να χαλάσουν της σφαίρες των και μέσα εις την βοήν και στο κλάμα που ανέβαινεν εις τον ουρανόν, ηκούοντο τα ούτια των Τούρκων και οι αμανέδες τω.
-Τι φωνάζετε
γκιαούρηδες, τι φωνάζετε! έβγαιναν φωνές. Εμείς ούτε το σπόρο του Γιουνάν δεν
θ’ αφήσωμε.
Κανένας
χριστιανός δεν ετόλμα να φέρη αντίστασιν γιατί είχαν τόση αγριότητα οι Τούρκοι
ώστε μόλις τους έβλεπες έκοβαν τα γόνατά σου και έπεφταν κάτω τα χέρια σου
στεγνά. Αι Τουρκάλαι έμπαιναν στα σπίτια μας έπερναν τα ρούχα μας, τα
εδοκίμαζαν, τα εθαύμαζαν, τα φορούσαν.
Ο κόσμος
εφώναζε·
-Εμείς τι
φταίμε για τον πόλεμο που γίνεται, τι αφορμή είμαστε εμείς.
Και τα
μικρά παιδάκια που μόλις είχαν ομιλία έλεγαν πιάνοντας των Τούρκων τα πόδια·
-Άμτζα
(μπάρμπα) μη μας σφάζης να γίνομε δικά σου παιδιά.
Αι γυναίκες
επαρεκάλουν·
-Μη μας
σφάζετε έτσι με τυραννία. Σφάξτε μας μια και καλή.
Οι Τούρκοι
όμως επαίζανε με αυτές, τας ατίμαζαν εις τους δρόμους, έκοπταν τας ρόγας του
στήθους των και τας επερνούσαν και έπαιζαν κομπολόϊ και έπειτα τας εσκότωναν με
τα μεγαλείτερα μαρτύρια.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου