(Από την Άννα Φαλτάιτς)
Το
θέαμα της καιόμενης πόλεως από τον «Αβέρωφ»
Η Αλεξανδούπολη απελευθερώθηκε οριστικά
στις 14 Μαΐου του 1920. Πριν από αυτό όμως, η πόλη (που τότε ακόμα ονομάζονταν
Δεδεαγάτς), είχε περάσει και πάλι –πρόσκαιρα- σε ελληνικά χέρια, στις 12 Ιουλίου του 1913, με την
βοήθεια του ελληνικού στόλου.
Οι Βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής, προτού
εγκαταλείψουν την πόλη, έβαλαν φωτιά στις αποθήκες της παραλίας και σε σωρούς
εμπορευμάτων και τροφίμων. Η πυρκαγιά αυτή, λόγω των ανέμων που έπνεαν, έλαβε
μεγάλη διάσταση, απειλώντας να κάψει ολόκληρη την πόλη.
Το ανιχνευτικό «Ιέραξ», το οποίο
περιπολούσε στην περιοχή από μέρες, βλέποντας την φωτιά, έσπευσε προς βοήθεια.
Όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα Σκριπ (20/7/1913)[1], «την 3ην
μ. μ. εξήλθε του «Ιέρακος» ο ύπαρχος αυτού υποπλοίαρχος κ. Π. Αργυρόπουλος
όστις συνεννοήθη μετά του Μητροπολίτου και των Προξένων διά την λήψιν
συμπληρωματικών ασφαλείας μέτρων μέχρι τής αφίξεως τού επιλοίπου στόλου.
Την
6ην μ. μ. κατέπλευσαν τα θωρηκτά «Σπέτσαι» και «Ύδρα» τα
αντιτορπιλλικά «Ασπίς» και «Θύελλα» μετα μίαν δε ώραν
κατέπλευσεν ο «Αβέρωφ».
Πάντα τα πλοία ηκολούθησαν την ακτήν του Αίνου συμφώνως προς τας υποδείξεις του κυβερνήτου του «Ιέρακος».
Την επομένην 12ην Ιουλίου λίαν πρωί κατελήφθη η πόλις δι’ αγημάτων του στόλου, αφού κατά την προηγουμένην νύκτα το αντιτορπιλλικόν «Νέα Γενεά» εκανονιοβόλησε επιτυχώς μικρόν σώμα βουλγαρικού ιππικού όπερ αποσπασθέν της βάσεώς του ελεηλάτει τα επί της παραλίας χωριά».
Πάντα τα πλοία ηκολούθησαν την ακτήν του Αίνου συμφώνως προς τας υποδείξεις του κυβερνήτου του «Ιέρακος».
Την επομένην 12ην Ιουλίου λίαν πρωί κατελήφθη η πόλις δι’ αγημάτων του στόλου, αφού κατά την προηγουμένην νύκτα το αντιτορπιλλικόν «Νέα Γενεά» εκανονιοβόλησε επιτυχώς μικρόν σώμα βουλγαρικού ιππικού όπερ αποσπασθέν της βάσεώς του ελεηλάτει τα επί της παραλίας χωριά».
Ο
Κώστας Φαλτάιτς, μέσα από το ρεπορτάζ του για την εφημερίδα Ακρόπολη[2], μας
δίνει την εικόνα της πόλης που φλέγονταν, την επιχείρηση της κατάληψης, αλλά
και τα συναισθήματα των ναυτών όσο πλησίαζαν προς το Δεδεαγάτς.
ΔΕΔΕΑΤΑΤΣ Ιούλιος – Μετά τη Καβάλλα το Δεδεαγάτς.
Ο στόλος μας εις την περίστασιν αυτήν, μ’ όλον ότι το πεδίον
της δράσεώς του ήτο τόσο στενόν, εθαυματούργησε πάλιν, προς γενικήν χαράν και
δικήν μας των ναυτών ικανοποίησιν, οι οποίοι είχαμε καταληφθή από τόση λύπη
μόλις εκηρύχθη ο κατά της Βουλγαρίας πόλεμος, γιατί ενομίζαμε ότι ο κλήρος του
ναυτικού μας ήτο να παραμένη καθ’ όλην την διάρκειαν του πολέμου τούτου εις
μακριάν αδράνειαν και εις στάσιν θεατού.
Φαντασθήτε ότι είχαμε καταντήση να αλληλοαποκαλούμεθα
κουραμπιέδες του Βουλγαρικού πολέμου, και είχαμε μεγαλώση στη φαντασία μας τόσο
τα πράγματα, ώστε εφανταζόμεθα ότι άμα με το καλό εγυρίζαμε στα σπίτια μας,
γνωστοί και άγνωστοι θα εκύτταζαν με οίκτον και περιφρόνησι την ναυτικήν μας
στολήν, και το άτομόν μας.
Τώρα όμως με σηκωμένο το κεφάλι προς τα επάνω και καθαρό το μέτωπο
από την συναίσθησιν της εκπληρώσεως κάποιου υψηλού καθήκοντος, μπορούμε να
πούμε εις τον εαυτόν μας, κυττάζοντες την αχανή θάλασσαν που ξαπλώνεται
γαλανίζουσα, στο άπειρον των ματιών μας.
-Ναι, είνε αλήθεια όλη αυτή η ατελείωτη θάλασσα, και αι ακταί
του βορειοτάτου Αιγαίου· όλη αυτή σχεδόν η παραλία της Θράκης είνε δική μας,
και είνε ο στόλος μας που την προσέφερε εις τα αγκάλας της αγαπητής μας
Ελλάδος, καθαρίζοντάς την από την λέπρα του βαρβάρου όχι πλέον κατακτητού, αλλά
ληστού και κλέφτη, της πλέον προστύχου πάστας.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΙΔΗΣΙΣ
Μετά τον πρόλογον αυτόν, αναγκαίον όχι τόσο για τον κόσμο
που αποτελούμε εμείς οι ίδιοι, θα σας περιγράψω τα της καταλήψεως του αγαπητού
μας Δεδεαγάτς, κατά τον τρόπον που μπορεί να έλθη εις την αντίληψιν ενός
ναύτου, ο οποίος ως εκ της θέσεώς του, δεν μπορεί να γνωρίζη από το κάθε τι που
γίνεται, παρά μόνον την φλούδα του.
Ευρισκόμεθα εις την Καβάλλαν και είχαμε εις τον «Αβέρωφ»
ανθράκευσιν, η οποία κάθεται περισσότερο από κάθε άλλη εργασία εις το στομάχι
των… μουσικών μας, αναγκαζομένων να φυσώσι καθ’ όλην την διάρκειαν της
ανθρακεύσεως, εις τον χαλκόν των οργάνων των, προς διασκέδασιν των ναυτών που
ανθρακεύουν.
Η δουλειά επροχώρει προς το τέλος, μαζύ με διαφόρους
διαδόσεις, που ανεβοκατεβαίνουν κυματίζουσαι εις τα αυτιά και τα στόματα των
πληρωμάτων.
Το ζουμί από όλας τας διαδόσεις αυτάς, είνε ότι οι Βούγλαροι
εγκατέλειψαν το Δεδεαγάτς και ότι έβαλαν φωτιά εις όλην την πολιτείαν. Νεώτεραι
διαδόσεις κατόπιν προσέθετον την λεπτομέρειαν ότι το ανιχνευτικόν μας «Ιέραξ»
περιπολούν προς τα παράλια του Δεδεαγάτς, είδε την πυρκαϊάν και ωδηγηθέν από
αυτήν, διήλθε την ζώνην των τορπιλλών την φράζουσαν τον λιμένα, και κατέλαβε
την πόλιν.
Η σπονδυλική στήλη των διαδόσεων εσταμάτα εδώ. Από εδώ και
πέρα άρχιζαν τα τερατώδη και τα εξωφρενικά, από τα οποία είνε περιττόν να
κάνουν την μετάληψίν των οι αναγνώσται μας.
Το συμπέρασμα είνε ότι μετά δέκα λεπτά εξεκινούσαμε όλα τα
εις την Καβάλλαν ευρισκόμενα πλοία με κατεύθυνσιν το Δεδεαγάτς, ενώ ο «Αβέρωφ»
άφινε την ανθράκευσίν του εις την μέση.
Μισή ώρα ποιο πριν, ειδοποιηθέντα και τα εις την Θάσον
ορμούντα θωρηκτά μας «Σπέτσαι» και «Ύδρα», εξεκίνουν και αυτά, δια την ιδίαν
κατεύθυνσιν.
ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ
Ο πλους μας προς το Δεδεαγάτς γίνεται με μεγάλην ταχύτητα,
γιατί πρέπει να προλάβωμε να σώσωμε την πόλιν από την καταστροφήν της πυρκαϊάς.
Τα Θρακικά παράλια απλώνονται εμπρός μας, χαμηλά, λεία. Είνε τόσο χαμηλά τα
εδάφη που φεύγουν και τραβιώνται πίσω εις το πέρασμα των πλοίων μας, ώστε,
μολονότι η γραμμή της πλεύσεώς μας δεν απέχει πολύ από την ξηράν, δεν γίνεται
αυτή αντιληπτή εις τα μάτια μας, και δεν δείχνει την ύπαρξίν της παρά από τα
μεγάλα και αψηλά δέδρα τα οποία φαίνονται ωσάν να έχουν φυτρώσει πάνω από την
επιφάνειαν της θαλάσσης.
Η κινηματογραφική ταινία της γης που ξαπλώνεται εμπρός μας,
γεμίζει από χαράν και ικανοποίησιν τας αισθήσεις μας, και την ψυχήν μας.
Συλλογιζόμεθα την εφοδίαν των ατελειώτων αυτών κάμπων, οι οποίοι αποδίδονται
και πάλιν εις την Ελλάδα, και εις την σκέψι ότι παρ’ ολίγον τα μέρη αυτά που
τόσο μοιάζουν με την γην της επαγγελίας, θα έμεναν για πάντα Βουλγαρικά,
ξεσπούμε σε επιφωνήματα ειρωνίας ή αγανακτήσεως, κατά της απαισίας αυτής φυλής.
Και ενώ το ταξείδι μας προχωρεί βλέπομε πειά χαμηλά στην
παραλία την θάλασσα να προχωρή προς τα μέσα να θολώνη και να σχηματίζη κάτι σαν
λίμνη.
Μαθαίνομε ότι είνε αι εκβολαί του Νέστου ποταμού, του
ποταμού που χωρίζει τη Μακεδονική γη από τη Θράκη.
Στη δεξιά όχθη του ποταμού ένα σπιτάκι με κατακόκκινη στέγη
και μερικά δένδρα, σαν λεύκαι και ιτιαί, που στέκονται μπροστά του, σου φέρνουν
στα μάτια παληές χαλκογραφίες Ελβετικών τοπίων, εις τας οποίας πόσες φορές ο
καθένας δεν απεθύμησε να μεταφερθή.
Έχομε φάη και γ’ αυτό άνοιξε η όρεξίς μας.
Η Γαλλική αυτή παροιμία, η τόσο σοφή, εφαρμόζει επάνω σε
μας, κατά την ώραν αυτήν, ωσάν να της είχαν πάρη μέτρο.
Ο ποταμός Νέστος ο οποίος προ ενός ακόμη μηνός απετέλει το
μεγαλείτερο όνειρο, και εις το οποίον όλοι μας απεβλέπαμε, ωσάν σε όνειρο το
οποίον δεν ήτο των ιδικών μας κόσμων, τώρα για μας έχει γίνη ένας ποταμός πολύ
πεζός, χωρίς μεγάλη σημασία, ένας γεωγραφικός ορισμός επί τέλους, ο οποίος δεν
μπορεί να πλαισιώση και να περικλείση την μεγάλη ζωγραφιά που έπλασεν η
ελληνική ψυχή.
Άλλοι είνε τώρα οι ποταμοί, και είνε πολύ μακράν οι
ορίζοντες που θα σταματήσουν τους Ελληνικούς πόθους.
Και η ψυχή μας (…) από χαρά και αι κόραι των οφθαλμών μας
αγνωίζονται φοβερόν αγώνα για να περικλείσουν μέσα στον φακό των, το τελευταίο
σύνορο των Ελληνικών τόπων και των Ελληνικών θαλασσών.
Μα άδικα είνε τόσο
μακράν και τόσο εκτεταμένα τα μέρη αυτά! Τόσο μακράν και τόσο εκτεταμένα
αλήθεια!
ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ
Πέρα πολύ πέρα ξεχωρίζουν τώρα τα δυο μας θωρηκτά «Σπέτσαι»
και «Ύδρα» μαυρίζοντα την πλυμένη ατμόσφαιρα με τους καπνούς των. Πλέομε με
μεγαλειτέραν ταχύτητα από αυτά, αλλά φαίνεται ότι δεν θα μπορέσωμε ποτέ να τα
φθάσωμε, και έτσι πρώτα εκείνα θα έχουν την ικανοποίησι να εισέλθουν στο λιμάνι
του Δεδεαγάτς. Εν τούτοις η απόστασις που μας χωρίζει ολονέν μικραίνει, και
αυτά ολονέν μεγαλώνουν στα μάτια μας.
Έξαφνα στην σχετική ησυχία που ακινητεί χυμένη εις το
κατάστρωμα του «Αβέρωφ» μια φωνή σηκώνεται ααρκετά δυνατή, ώστε να ακουσθή από
εκατό και διακόσια ζεύγη αυτιών·
-Κυττάξτε, κυττάξτε, κάτω μακρυά, καπνός.
Σκορπίζομε τα μάτια μας στην διεύθυνσιν που χαράζει ένα
τεντωμένο χέρι και βλέπομε πραγματικώς ένα σύννεφο καπνού, κάτω πολύ μακρυά,
εκεί που η ξηρά ενώνεται με την θάλασσα και αποτελεί μια ακατάληπτο ενωτική
γραμμή.
Είναι περιττόν να ακούσωμε άλλας φωνάς και περισσοτέρας
εξηγήσεις για να εννοήσωμε περί τίνος πρόκειται.
Εκεί κάτω ευβρίσκεται το Δεδεαγάτς, και αν από την απόστασιν
δενμπορεί να φανή ακόμα η πολιτεία, φαίνεται εν τούτοις πολύ καλά ο καπνός, της
φωτιάς την οποίαν έβαλαν οι Βούλγαροι, εγκαταλείποντες αυτήν.
Η φρίκη, η οργή, η αγανάκτησις, η μανία, η λύσσα που έμεναν
εις την στιγμήν φυλακισμέναι εις τα στήθη μας, ξεσπάζουν και εκρήγνυνται σε
φωνάς που ανεβαίνουν από τον τόνο της διαμαρτυρίας μέχρι της πλέον υψηλής
σκάλας της βλασφήμιας και των βρυσιών, κατά των τεράτων που εξήμεσεν η
Βουλγαρία. Όσο προχωρούμε η σκηνοθεσία ζωηρεύει, λαμβάνει πειό δυνατά χρώματα.
Τώρα διακρίνεται το σύνολο της πολιτείας του Δεδεαγάτς… ένας
σταχτίζων όγκος χρώματος, πάνω από τον οποίον είναι χυμένα και σαλεύουν
φαιόλευκα νέφη καπνού.
Στο βάθος χαμηλά κοκκινίζουν σωροί φλογών και λάμψεων. Το
θέαμα κλείνει μέσα του όλη την άγρια μεγαλοπρέπεια, κάτι τι πολύ μεγάλου, πολύ
φοβερού, μα και πολύ ωραίου.
Μέσα στο θέαμα της αναδευόμενης φωτιάς και του καπνού, τα
αισθήματά μας χωρίζουν και τραβούν δυο δρόμους. Ο ένας οδηγεί εις την έκτασιν
των θαυμασμόν, ο άλλος εις την φρίκην, εις την καταχνιάν της οργής και της λύπης.
Εντύπωσιν σε όλους μας κάνει το πρόσωπον του αγαπημένου μας
Ναυάρχου, ισταμένου επί της γέφυρας με τα κιάλια στο χέρι, και κυττάζοντος την
καιόμενην πόλιν.
Η ψυχή του Ναυάρχου κλαίει. Και το κλάμμα της ψυχής
ανεβαίνει εις το κλάμμα του προσώπου.
Σπάνια θυμάται το πλήρωμα του «Αβέρωφ» να είδε τον Ναύαρχον
τόσο λυπημένον. Η λύπη όλων μεταξύ των ανθρώπων, συμπυκνουμένη, θα εβάραινε
ολιγώτερον εις την πάστιγγα, από την λύπην εκείνου.
ΚΑΙ ΕΝΑ ΦΑΙΔΡΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΛΥΠΗ
Μέσα όμως στην γενική λύπη, δεν έλειψε και ένα φαιδρό
επεισόδιο που μας έκανε αρκετά να γελάσωμε.
Επί τη αγγελία της εκκενώσεως υπό των Βουλγάρων του
Δεδεαγάτς, ο αρχιμουσικός του «Αβέρωφ» κ. Σπινέλης παρήγγειλε εις τους
μουσικούς να καθαρίσουν τα χάλκινά των όργανα – τα όργανα αυτά που παρήτησαν οι
Βούλγαροι εις την Καβάλλαν- και να είναι έτοιμοι για να χαιρετίσουν τον
είσπλουν μας εις το Δεδεαγάτς με τα πλέον χαρμόσυνα εμβατήρια.
Τα όργανα πράγματι εκαθαρίσθησαν, οι μουσικοί έβαλαν τας
λινάς των στολάς, ολοκάθαρες και γεωμετρικώτατα σιδεφωμέναις στας τσακίσεις,
και ήρχισαν μάλιστα και τας δοκιμάς.
Μετά την θέαν όμως της καιομένης πόλεως ούτε λόγος πλέον
ηδύνατο να γίνη περί μουσικής, και κανείς δεν εσκέπτετο για αυτήν, ότε ένας
μουσικός παρουσιασθείς εις τον δάσκαλον ηρώτησε σοβαρώτατα·
-Τι θα παίξωμε, όταν μπούμε στο Δεδεαγάτς;
Και η ερώτησις αυτή μολονότι απουστάτη έκανε όλο το πλήρωμα
να πάθη αβαρίαν ενός μεριδίου από την λύπην του και να γελά ακόμη με τον περίεργον
ναυτικόν
.
ΘΑΥΜΑΣΤΕ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑΣ ΤΟΡΠΙΛΛΑΣ
Ως γνωστόν οι Βούλγαροι είχαν αποκλείσει τον λιμένα του
Δεδεαγάτς με τορπίλλας, όπως είχαν αποκλείσει τας Ελευθεράς και την καβάλλα.
Είνε όμως τόσο θαυμάσιοι οι Βούλγαροι και τόσο πρωτότυποι εις την τοποθέτησιν
των ξεκοιλιαστικών αυτών δια τα πλοία εργαλείων, ώστε μπορεί να εισέλθη κανένας
μέσα εις τα αποκλεισμένα λιμάνια ακόμη και χωρίς πιλότους και χωρίς να έχη
ιδέαν που τας έχουν τοποθετήσει. Το πώς γίνεται το θαύμα αυτό, μόνον οι
Βούλγαροι είναι δυνατόν να το γνωρίζουν.
Το μόνον που γνωρίζομε εμείς είναι ότι
και εις τους τρεις αυτούς λιμένας εισήλθαμε χωρίς πλοηγό, περνώντες μέσα από
ταις τορπίλλαις, αι οποίαι σημειωτέον, είναι τελευταίου συστήματος και τόσο
ευαίσθητοι, ώστε να εκραγούν και από την πίεσιν μόνο του νερού.
Πολύ ριχά όμως τα νερά του Δεδεαγάτς. Απέχομε πολλά μίλλια
από την παραλίαν, και ο πλους μας είναι δυσκολώτατος. Η βολίς μας κατ’
επανάληψιν ριπτομένη δείχνει βάθος βυθού τεσσεράμισυ οργυιών. Προχωρούμε με
μεγάλον κίνδυνο, διότι μισής μόνον οργιάς αν εύρωμε ριχότερα νερά, θα καθίσωμε
εις την άμμο.
Ακόμα μου φαίνεται πως θα ήτο παράλειψις καθήκοντος
οφειλομένου σε μας τους ίδιους, αν δεν αναφέρω ότι καθ’ όλον αυτόν τον πλουν
ανάμεσα από τας κρυμμένας τορπίλλας, και με όλον τον διπλούν φόβον ή να
καθίσωμε στην άμμο ή σε κανένα βράχο, ή το χειρότερο να τιναχθούμε στον αέρα
από καμμιά τορπίλλα, δεν δίνομε δεκάρα για όλους αυτούς τους κινδύνους, και μας
φαίνεται σαν να πλέωμε μέσα από θάλασσα πλημμυρισμένη μόνον από μύρα και άνθη.
Η έλλειψις κάθε φόβου από μέρους μας, αν και μας κατέλαβε
ασυναίσθητα, εν τούτοις μπορεί να εξηγηθή και να αποδοθή εις την μεγάλην
πεποίθησιν που είχαμε εις τον Θεόν και εις τον Ναύαρχόν μας.
ΤΟ ΘΕΑΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ
Στο θάμπωμα της ατμόσφαιρας, και στο σκίασμα της γης από τον
ήλιο που επήγαινε να βασιλεύση μακρυά πίσω από τα βουνά της Ξάνθης, το θέαμα
της καιομένης πόλεως του Δεδεαγάτς και της κοκκινωπής από την αντανάκλασι των
πυρκαϊών θαλάσσης είνε γεμάτο από άγρια, μεγαλόπρεπο, υψηλόφωνη, μελαγχολία.
Ένεκα της αποστάσεως, αρκετά μεγάλης σχετικώς και του θαμπώματος της μέρας, δεν
μπορούμε να ξεκαθαρίσωμε πιο μέρος της πόλεως καίεται, και ως που εκτείνεται η
πυρκαϊά.
Φλόγες μεγάλαι, και εστίαι πυρός, καπνοί αναπηδούν από παντού, και
σκεπάζουν την πόλι. Νομίζομε ότι οι Βούλγαροι εθεσαν φωτιά σε όλη την πολιτεία
και νοιώθωμε να ξυπνά μέσα μας, κάποια άγρια φωνή, της οποίας τον ήχον πρώτη
φορά έχομε ακούσει. Εμείς καθ’ όλους τους εννέα μήνας που οι ναύται, οι μη
ιδόντες ούτε ρανίδα αίματος πολέμου χυμένο, εμείς οι φρικιώντες εμπρός στην
ελάχιστην νήξιν ότι θα μπορούσαμε να κεντήσωμε καν ζωντανό πλάσμα,
αποθηριούμεθα, βλέπομε ότι δεν θα μπορούσαμε να είμεθα αλλοιώτικοι από τους εις
την ξηράν πολεμούντας, αδελφούς μας, και ανοίγωμε τους ρώθωνάς μας για να
μυρίσωμε αίμα που αχνίζει.
«Είνε πολύ περίεργα και ακατανόητα τα ψυχολογικά παραστρατήματα της ανθρώπινης καρδιάς» γράφει ένα παληό Γαλλικό βιβλίο. Εμείς οι τόσο ειρηνικοί, οι τόσο φρικιώντες προ της ιδέας του αίματος ναύται, θα εγινούμεθα σφαγείς ό,τι δήποτε ζωντανού ευρίσκετο εμπρός μας, εάν αυτό ήτο δυνατόν. Η λύσσα να βουτηχθούμε σε Βουλγαρικό αίμα, είχε ξαπλωηθή τόσο στο είνε μας ώστε να κυττάζη ο ένας τον άλλο σαν να είχε εμπρός του Βούλγαρο, και να μη το θεωρή τερατώδες να βυθίση στα στήθη του αδελφού του, του συναυτού του, το μαχαίρι του.
---
Και μέσα στες φλόγες και τους καπνούς που σου θυμίζουν και
σε κάνουν να αναπαραστήσης άθελα την Ρώμην, όταν έβαλε ο Νέρων να την καύσουν,
μαύραι σκιαία, μαύραι σαν κόλασις, χοροπηδούν και φαίνονται και χάνονται πάλι,
και τα αντιτορπιλλικά μας αραγμένα πολύ πλησίον στην παραλία, φαίνονται και
αυτά από την αντανάκλασι, σαν λαμπάδες που καίουν, και πέφτουν αναλυμέναι στη
φλογισμένη θάλασσα.
Μετά μίαν ώραν, στείλαντες την ατμάκατόν μας εις την ξηράν,
εμάθαμε προς μεγάλην μας χαράν ότι η πόλις είχε μείνει απείραχτη από του
Βουλγάρους, και ότι μόνον μερικαί αποθήκαι με εμπορεύματα, και όλα τα είδη που
δεν ηδυνήθησαν να πάρουν μαζύ των οι φεύγοντες βούλγαροι, έγινα παρανάλωμα του
πυρός. Αδιάφορο όμως· ήτο τόση μεγάλη η έκτασις της πυρκαϊάς εκείνης, και τόσο
φοβερό το θέαμα, ώστε και τώρα ακόμη, οπότε βλέπομε την πολιτεία να ξαπλώνεται
ωραία, υπερήφανη και ανέγγιχτη μποστά μας, δεν μπορούμε να βγάλωμε από τον νου
μας, ότι η ωραία αυτή πολιτεία δεν είνε σωρός από ερείπια και στάχτη.
Όλην την νύκτα εκείνη, αι φλόγες της πυρκαϊάς εφώτιζαν
πένθιμα την θάλασσα και την πολιτεία, και εμείς ώρες εμείναμε άγρυπνοι εις το
κατάστρωμα, παρακολουθούντες αχόρταγα, μα με ησυχασμένη τώρα την ψυχή, την
πρωτοφανή για μας εκείνη εικόνα της καταστροφής.
Με το επόμενον ταχυδρομείον, αν έχω ευκαιρίαν και αν με
παρατήση αυτή η τεμπελιά και η ανία που μας έχει πιάσει όλους αναγκασμένους να
ακινητούμε μέσα στα πλοία επί τόσους μήνας, θα σας γράψω και άλλα για το
Δεδεαγάτς.
Κ.Φ.
«Από το Dedeagatch του χθές στην Αλεξανδρούπολη του σήμερα.»
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταγραφή άγνωστων πτυχών από την ιστορία της πόλης μας.
12 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913 - Η πρώτη Απελευθέρωση της Αλεξανδρούπολης (DEDEAGATCH)
http://alepakos.blogspot.gr/2009/07/12-1913-dedeagatch.html