ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

“Οπτικοακουαστικό ντοκουμέντο. Η ιστορία της Ευαγγελίας Κουτσαντώνη – Αϊβάζογλου που έχασε 23 άρρενες συγγενείς στην Μικρασιατική Καταστροφή“.

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Η αεροπορική τραγωδία στην Ελούντα το 1936

Το τελευταίο ταξίδι του υδροπλάνου «Scipio» της Imperial Airways
Ιστορική Έρευνα 

Του Κωστή Ε. Μαυρικάκη
Πολιτικού Μηχανικού ΕΜΠ

Εβδομήντα επτά χρόνια κλείνουν το φετινό Αύγουστο από τη συντριβή του υδροπλάνου Scipio (Σκηπίων) των Βασιλικών Βρετανικών Αερογραμμών ή Imperial Airways στον κόλπο της Ελούντας. Για πρώτη φορά μετά από 77 χρόνια γίνεται προσπάθεια μιας όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένης ιστορικής καταγραφής αυτού του τραγικού συμβάντος που έγινε στην προπολεμική Ελούντα και έβαψε με αίμα την ιστορία των Βρετανικών Αερογραμμών.

Εκείνο το Σαββατιάτικο καλοκαιρινό πρωινό της 22ας Αυγούστου του 1936, κανένας δεν πίστευε ότι θα έμελλε να αποτελέσει ορόσημο τόσο για την Ελούντα όσο και για τις Βρετανικές Βασιλικές Αερογραμμές, προδρόμου της σημερινής αεροπορικής εταιρείας British Airways.
Στην Ελλάδα τότε, μόλις πριν από 18 μέρες είχε διαλυθεί η Βουλή, καταλύθηκε και επίσημα το κοινοβουλευτικό πολίτευμα της χώρας και επεβλήθη το δικτατορικό καθεστώς του Ι. Μεταξά με το πρόσχημα του φάσματος του κομμουνιστικού κινδύνου.

Στη μακρινή από τα γεγονότα τότε, μικρή και άσημη Ελούντα, η ζωή κυλούσε στους δικούς της ρυθμούς: Οι Ελουντιανοί προετοιμάζονταν να μετακομίσουν στα μετόχια τους στο Νησί, αφού πλησίαζε η συγκομιδή των χαρουπιών που ήταν από τα βασικά βιοποριστικά γεωργικά προϊόντα και σπουδαίος οικονομικός πόρος τους.

Ώσπου την ηρεμία και τη γαλήνη εκείνου του καλοκαιρινού πρωινού τη διατάραξε η απρόσμενη συντριβή του υδροπλάνου της Imperial σε ένα ταξίδι ρουτίνας, προερχόμενο από την Αλεξάνδρεια και αφού είχε ξεκινήσει από το μακρινό Καράτσι της Ινδίας μεταφέροντας το Βρετανικό ταχυδρομείο μαζί με 11 συνολικά επιβάτες και πλήρωμα.

Το μικρό ελικοφόρο τετρακινητήριο υδροπλάνο τύπου SHORT S17 KENT που είχε το διακριτικό όνομα Scipio (Σκηπίων), όντας ηλικίας μόλις 5 ετών, αποτελούσε το καμάρι της εταιρίας στη γραμμή για τις Ινδίες, απογειώθηκε το ίδιο πρωινό όταν η μέρα είχε χαράξει ήδη καλά στην Αλεξάνδρεια. Η αιώνια πόλη, είχε αποχαιρετήσει οριστικά μόλις πριν από 3 χρόνια το μεγάλο τέκνο της, τον ποιητή Κ. Π. Καβάφη.

Η ίδια πόλη εκείνο το πρωινό, ξεπροβόδιζε τους επιβάτες σε μια συνηθισμένη πτήση ρουτίνας για την Ευρώπη. Λίγο έλειψε, ανάμεσά τους να ήταν και η συντοπίτισσά μας, φουρνιώτισσα ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Για καλή της τύχη, όμως δεν πρόλαβε την πτήση, αφού λίγη ώρα πριν, το ταξί που την μετέφερε στο χώρο αποθαλάσσωσης έπαθε μηχανική βλάβη!

Το ταξίδι από την Αλεξάνδρεια μέχρι την Ελούντα ήταν 381 μίλια (705 χλμ.) και διαρκούσε περίπου 3,5 ώρες με κανονικές συνθήκες πτήσης. Η μέση ταχύτητα του ταξιδιού που ανέπτυσσε το υδροπλάνο scipio ήταν περίπου 200 χλμ./ώρα. Επιβάτες και πλήρωμα, απολάμβαναν κατά την αποθαλάσσωση το καταπληκτικό δέλτα και τις εκβολές του Νείλου. Ο καλοκαιρινός καιρός ήταν θαυμάσιος και το ταξίδι προς τα βορειοδυτικά φάνταζε ονειρεμένο.

Το Λυβικό πέλαγος στραφτάλιζε στις πρωινές ακτίνες του ήλιου μέχρι το σκάφος να ανέβει στο τελικό ύψος πτήσης. Για δύο από τους επιβάτες, που ένοιωθαν τη χαρά της επιστροφής από το «πετράδι του στέμματος» τις μακρινές Ινδίες που αποτελούσαν Βρετανική κτήση, όπου υπηρετούσαν τον Αγγλικό αποικιακό στρατό, καθισμένοι στα μπροστινά vip καθίσματα του υδροπλάνου, το ταξίδι αυτό έμελλε να ήταν και το τελευταίο…
 Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη όταν πετώντας πάνω από το Γαϊδουρονήσι, νότια της Ιεράπετρας, άρχισε να διακρίνεται η Κρήτη.

«Επιτέλους, διαβήκαμε το κατώφλι της Ευρώπης! Επιτέλους φτάνουμε σπίτια μας!»
φώναξε χαρούμενος, μη γνωρίζοντας τι του επεφύλασσε η μοίρα λίγα λεπτά αργότερα, ο απόστρατος λογχοφόρος αξιωματικός της Βρετανικής Πολιτοφυλακής στις Ινδίες στο διπλανό του υπολοχαγό των τεθωρακισμένων που μόλις κατάφερε να τον ακούσει, εξαιτίας του ανυπόφορου μουγκρίσματος των μηχανών που ήταν πάνω από τα κεφάλια τους, στην καμπίνα των επιβατών.

Ήταν δέκα παρά κάποια λεπτά, και το υδροπλάνο πετούσε ήδη πάνω από την Ιεράπετρα. Οι ελαιώνες του γιεραπετρίτικου κάμπου καλωσόριζαν τους ταξιδιώτες στο κρητικό τοπίο, ενώ ήδη κατά το βορά, άρχισε να φαίνεται η παραλία της Παχειάς Άμμου και να μυρίζει αιγαιοπελαγίτικα ο αέρας...

Ο κόλπος του Μεραμπέλου διακρινόταν πλέον καθαρά και όλοι ήταν ανυπόμονοι να προσθαλασσωθούν για να ανεφοδιαστούν με καύσιμα, να πάρουν μια ανάσα και να συνεχίσουν το ταξίδι για το Φάληρο.

Ο έμπειρος πιλότος captain Wilcockson είχε κάνει αρκετές φορές το δρομολόγιο. Το ίδιο και ο συνάδελφός του ο S. G. Long, όπως και ο ασυρματιστής Birkenshaw. Το δρόμο τον ήξεραν με κλειστά μάτια…
Το μόνο που τους απασχολούσε ήταν αυτές οι ύπουλες μπουνάτσες του Κόρφου της Ελούντας, στις οποίες έχανες την αίσθηση του ύψους, αφού η θάλασσα γινόταν καθρέφτης και δεν ξεχώριζες που τέλειωνε το κενό και που άρχιζε το νερό…
«Ευτυχώς, τώρα φυσάνε τα μελτέμια, σκέφτηκε. Η προσθαλάσσωση θα είναι περίφημη. Μας περιμένουν άλλωστε οι φίλοι, ο Πούλ και ο Ποντώφ πάνω στο Imperia. Θα περάσουμε καλά το σαββατοκύριακο στην Ελούντα. Το νοιώθω πια, σαν πατρίδα μου το μέρος αυτό…»
σκεφτόταν ο πιλότος Wilcockson.


Βρισκόταν ήδη πάνω από τις Αλυκές σε υψόμετρο περίπου 200 πόδια. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σκέψεις του, όταν ο άλλος συνάδελφός του κάνοντας ένα αδέξιο χειρισμό έστριψε σχεδόν τέρμα το πηδάλιο ύψους – βάθους στην ουρά της ατράκτου. Το σκάφος, έγειρε απότομα σε σχεδόν κατακόρυφη θέση με το ρύγχος να σημαδεύει τη θάλασσα.

Προσπαθώντας να μη χάσει την ψυχραιμία του ο captain Wilcockson επιτάχυνε ακόμη περισσότερο τις μηχανές ώστε  να επαναφέρει στη σωστή θέση κλίσης το σκάφος.

 Δυστυχώς όμως, είχε ήδη επέλθει «απώλεια στήριξης» που επέφερε ακόμη μεγαλύτερη κλίση στην άτρακτο με αποτέλεσμα το υδροπλάνο να καρφωθεί στη θάλασσα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Η κρούση ήταν σφοδρότατη και το ρύγχος καρφώθηκε στον πηλώδη βυθό αμέσως. Ο θάνατος των δύο στρατιωτικών ήταν ακαριαίος. Οι κραυγές πόνου και οι απεγνωσμένες φωνές που καλούσαν σε βοήθεια «Help us! Help us!» ξεσήκωσαν αυτοστιγμεί όλους τους κατοίκους της Ελούντας. Ήδη η τραγωδία είχε γραφεί…

Η επιχείρηση διάσωσης

Αμέσως μετά τη συντριβή του υδροπλάνου, το νέο διαδόθηκε αστραπιαία σε ολόκληρη την Ελούντα. Πολλοί εξάλλου ήταν και αυτόπτες μάρτυρες της ακαριαίας πτώσης του στη θάλασσα. Όλοι έτρεξαν αμέσως με τις βάρκες σχηματίζοντας αυτοσχέδιες ομάδες διάσωσης. Η αυθόρμητη συμμετοχή ήταν τόσο εντυπωσιακή που έκανε τον Άγγλο Υποπρόξενο στην Κρήτη, να ευχαριστήσει δημόσια από τις εφημερίδες της εποχής ιδιαιτέρως «τον Πρόεδρο και όλους τους κατοίκους της κοινότητος Ελούντας» για την αυθόρμητη βοήθειά τους.

Κατάφεραν να απεγκλωβίσουν από την καμπίνα όλους τους επιβάτες και να μεταφέρουν τους επιζώντες για να τους παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες στο πλοίο ανεφοδιασμού Imperia, που ήταν αρόδου ανοιχτά της βενζιναποθήκης. Νεκροί ανασύρθηκαν ο 60χρονος Thomas Alexander Cecil (Whimmie) Forbes απόστρατος λογχοφόρος της Ινδικής Πολιτοφυλακής και ο 27χρονος Lieut Richard Glen WilsonDickson υπολοχαγός του 5ου Βασιλικού Τάγματος Τεθωρακισμένων. Οι δύο άντρες ενταφιάστηκαν την επομένη του δυστυχήματος στο νεκροταφείο της Αγίας Τριάδος, με εμφανή  μέχρι σήμερα τον τάφο τους.

Επίσης μέχρι αργά το μεσημέρι κατάφεραν να περισυλλέξουν όλους τους σάκους της αλληλογραφίας που κουβαλούσε το υδροπλάνο. Οι σάκοι προέρχονταν από την Αυστραλία (σφραγίδα ταχυδρομείου 15-08-36), από τη Σιγκαπούρη (σφραγίδα ταχυδρομείου 16-08-36) και από το Καράτσι της (ενιαίας τότε) Ινδίας (σφραγίδα ταχυδρομείου 19-08-36).

Να σημειωθεί ότι εξίσου σπουδαία, ήταν και η διάσωση όλου του ταχυδρομείου, δεδομένου ότι υπήρχαν και απόρρητα διπλωματικά έγγραφα προερχόμενα από χώρες που ήταν ακόμη κάτω από το Βρετανικό Στέμμα και η πιθανή απώλειά τους θα αποτελούσε σοβαρό πλήγμα στην διπλωματία και την εξωτερική πολιτική της Αγγλίας εκείνη την περίοδο, αφού ήταν ο μοναδικός δρόμος για να φτάσουν όλα αυτά τα μυστικά διπλωματικά έγγραφα, στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ…


Σύμφωνα με αναφορά της Εταιρείας, δύο ταχυδρομικοί σάκοι από το Χόνγκ Κόνγκ που ζύγιζαν πάνω από 29 κιλά περισυλλέγησαν μέσα σε λίγες ώρες και προωθήθηκαν με έκτακτη πτήση στην Αθήνα για να φτάσουν στο Λονδίνο στις 25 Αυγούστου. Πολλοί από τους φακέλους αυτής της αλληλογραφίας σώθηκαν στο ακέραιο χωρίς να αποκολληθούν τα γραμματόσημα είτε γιατί περισυλλέγησαν σχεδόν αμέσως μόλις ήρθαν σε επαφή με τη θάλασσα, είτε γιατί κάποιοι σάκοι ήταν στο πίσω μέρος της ατράκτου η οποία λόγω του μικρού βάθους της θάλασσας στο σημείο πτώσης, προεξείχε έξω από το νερό.
Άλλο τμήμα της αλληλογραφίας μεταφέρθηκε με άλλη πτήση μέχρι το Πρίντεζι της Ιταλίας, απ΄ όπου προωθήθηκε σιδηροδρομικά μέχρι το Παρίσι, για να φτάσει τελικά στο Λονδίνο στις 27 ή 28 Αυγούστου 1936.

Όσοι φάκελοι βράχηκαν από τη θάλασσα, σφραγίστηκαν στο κεντρικό ταχυδρομείο του Λονδίνου με σφραγίδες που έγραφαν «DAMAGED BY WATER» ή «DAMAGED BY SEA WATER», ή «DAMAGED BY SEA WATER IN AIRPLANE ACCIDENT» («ΚΑΤΑΣΤΡΕΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΝΕΡΟ» ή «ΚΑΤΑΣΤΡΕΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΝΕΡΟ» ή «ΚΑΤΑΣΤΡΕΜΜΕΝΟ ΑΠΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΝΕΡΟ ΣΕ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ»). Επίσης σε πολλούς φακέλους μπήκε συνοδευτική αυτοκόλλητη ετικέτα που έγραφε «The accompanying item was salved from the wreck of the Air LinerScipio”. Returned letter Section, London(Δηλαδή: Ο συνοδευτικός φάκελος διασώθηκε από την πτώση του αεροπλάνου «Scipio». Τμήμα επιστρεφόμενης αλληλογραφίας, Λονδίνο).

Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του υδροπλάνου

Το υδροπλάνο που συνετρίβη, όπως προαναφέρθηκε ήταν τύπου SHORT S17 KENT και έφερε τέσσερις αερόψυκτες μηχανές τύπου Bristol Jupiter XFBM που ήταν τοποθετημένες ανάμεσα στα φτερά.
Η Ιμπέριαλ συνήψε συμφωνία με τους Short Brothers να κατασκευάσουν υδροπλάνο με τέσσερις κινητήρες το οποίο θα είχε επαρκή ακτίνα δράσης, αρκετούς χώρους για ταχυδρομικούς σάκους και ικανοποιητική άνεση για 15 επιβάτες. Έτσι σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε το SHORT S17 KENT με ιπποδύναμη 555 hp το οποίο και αντικατέστησε το προηγούμενο μοντέλο «Short Calcuta» που ήταν τρικινητήριο. Η πρώτη δοκιμαστική πτήση του έγινε στις 24 Φεβρουαρίου του 1931 ενώ το πρώτο σκάφος δρομολογήθηκε στη γραμμή το Μάιο του ίδιου έτους. Η εταιρεία κατασκεύασε μόνο τρία αυτού του τύπου. Το συγκεκριμένο υδροπλάνο που συνετρίβη στην Ελούντα, εκτελούσε πτήσεις περίπου 4000 μίλια την εβδομάδα.

Ανέπτυσσε μέγιστη ταχύτητα με πλήρες φορτίο 137 μίλια την ώρα και η μέγιστη απόσταση που μπορούσε να διανύσει με αυτονομία καυσίμων ήταν 450 μίλια (περίπου 830 Km).
Το απόβαρο του σκάφους ήταν 20460 λίβρες (9,281 τόνους), ενώ με πλήρες φορτίο ζύγιζε 32000 λίβρες (14,515 τόνους) μπορούσε δηλαδή να μεταφέρει ωφέλιμο φορτίο 5,234 τόνους. Το μήκος του ήταν 78 πόδια και 5 ίντσες (23,90 μ.) ενώ το πλάτος του με το άνοιγμα των πτερύγων 113 πόδια (34,44 μ.) και το ύψος του 28 πόδια (8,53 μ.).
Τα φτερά του καταλάμβαναν επιφάνεια 2640 τετρ. πόδια (245,26 μ2). Μπορούσε να πετάξει σε μέγιστο ύψος 1950 πόδια και να μεταφέρει μέχρι και 15 επιβάτες σε καμπίνα που ήταν κάτω από τα φτερά, ενώ το πλήρωμα ήταν δύο πιλότοι και ένας ασυρματιστής.
Εκτός αυτό που συνετρίβη στην Ελούντα, από τα άλλα δύο, το ένα είχε πέσει θύμα εμπρησμού και κάηκε ολοσχερώς εννέα μήνες πριν στο Πρίντεζι της Ιταλίας (Νοέμβριος του 1935) αφού λειτουργούσε και εκεί διαμετακομιστική βάση της Imperial όπως στην Ελούντα. Το τρίτο εκτελούσε πτήσεις μέχρι και τον Ιούνιο του 1938 οπότε και έγινε παλιοσίδερα (scrap).


Δυστυχώς σήμερα, δεν σώζεται ο τύπος αυτός του υδροπλάνου, στο μουσείο του αεροδρομίου Croydon στο Surrey της Μ. Βρετανίας όπου ήταν και η έδρα των Βασιλικών Αερογραμμών και μπορούμε να το βλέπουμε μόνο από τις φωτογραφίες που διασώθηκαν.
Οι μέχρι σήμερα επικρατούσες απόψεις για την πτώση του, ότι δηλαδή αντιμετώπισε μηχανικό πρόβλημα και ο πιλότος επιχείρησε αναγκαστική προσγείωση ή ότι εξαιτίας της άπνοιας η θάλασσα ήταν τόσο πολύ καθρέπτης (μπουνάτσα) που αποπροσανατόλισε τον πιλότο χάνοντας την αίσθηση του ύψους αφού έβλεπε το είδωλο του ουρανού, δεν ευσταθούν.

Το πρόβλημα της νηνεμίας της θάλασσας ήταν όντως σοβαρό στις προσθαλασσώσεις που επιχειρούσαν. Μετά από αρκετές περιπτώσεις δύσκολων προσθαλασσώσεων, οι πιλότοι είχαν επισημάνει το πρόβλημα στη διοίκηση της εταιρείας, η οποία έδωσε εντολή στους μηχανικούς της, να επινοήσουν ένα τρόπο που να μπορούν να υπολογίζουν ακριβώς το εναπομένον ύψος μέχρι τη θάλασσα. Έτσι μια ιδέα όπως είχε προταθεί (που δεν ευσταθεί όμως ως προς την σοβαρότητά της), ήταν η ρίψη μπαλονιών του πινγκ πόνγκ μέσα από δίχτυ που θα είχε δεμένα στα δύο άκρα των πτερύγων του λίγο πριν την προσθαλάσσωση.

Το δυστύχημα και τα Μέσα Ενημέρωσης της εποχής 

Το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα καλύφτηκε ευρέως από τα Ελληνικά και Διεθνή μέσα ενημέρωσης της εποχής. Έτσι το πρακτορείο Reutres (Ρώϋτερς) σε ανταπόκρισή του από το Κάϊρο, με τίτλο «Scipio crash, survivors» ( Συντριβή scipio, επιζώντες), έγραφε:

«Κάϊρο, Δευτέρα 24 Αυγούστου: Δέκα από τους έντεκα επιζώντες του δυστυχήματος που συνέβη στο υδροπλάνο Scipio των Βασιλικών Αερογραμμών που συνετρίβη στο λιμάνι Μιραμπέλλο (Κρήτη) το περασμένο Σάββατο, έχουν ήδη αναχωρήσει για την Αθήνα. Έχουν πάρει μαζί τους μερικούς σάκους από το ταχυδρομείο που διεσώθη, χωρίς όμως να έχει ακόμη αναγνωριστεί ο προορισμός του, αφού οι περισσότερες ετικέτες έχουν καταστραφεί».

Επίσης η μεγάλης κυκλοφορίας ημερήσια Βρετανική εφημερίδα Daily Telegraph υπό τον τίτλο

«Συντριβή υδροπλάνου στο Μιραμπέλλο. Δύο επιβάτες νεκροί από την πτώση του Scipio», έγραφε σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα στις 24 Αυγούστου 1936: 
«Τηλεγράφημα του πρακτορείου Reuters από την Αθήνα, μεταδίδει ότι το υδροπλάνο Scipio των Βασιλικών Βρετανικών Αερογραμμών, στο οποίο επέβαιναν επτά επιβάτες και τετραμελές πλήρωμα συνετρίβη το περασμένο Σάββατο σε τρικυμιώδη θάλασσα στον κόλπο του Μεραμπέλλου στην Κρήτη, προερχόμενο από την Αλεξάνδρεια. 

Το σκάφος πέφτοντας στη θάλασσα βυθίστηκε αμέσως. Τραγικό θάνατο βρήκαν ο T. A. C. Forbes απόστρατος αξιωματικός της Ινδικής Αστυνομίας και ο R. G. Wilson-Dickson υπολοχαγός στο Βασιλικό Βρετανικό Σύνταγμα Τεθωρακισμένων. Σοβαρά τραυματισμένος αναφέρεται ο επιβάτης J. N. Draught. Τέσσερις άλλοι επιβαίνοντες όπως και όλα τα μέλη του πληρώματος τραυματίστηκαν ελαφρά. 

Οι τοπικές αρχές της Κρήτης και οι γιατροί που έφτασαν επιτόπου, έδωσαν τις πρώτες βοήθειες στους τραυματίες, οι οποίοι μεταφέρθηκαν αμέσως στο παραπλήσιο μονίμως αραγμένο πλοίο ανεφοδιασμού της εταιρείας, Imperia. Στον τόπο του δυστυχήματος αναμένεται να φτάσει από ώρα σε ώρα προερχόμενο από τη Χάϊφα του Ισραήλ το κρουαζιερόπλοιο Durban. Η κηδεία των δύο θυμάτων έγινε χτες το μεσημέρι στο Μεραμπέλλο σύμφωνα με ανταπόκριση του Reuters από την περιοχή. Η επίσημη ανακοίνωση που δόθηκε από την Imperial Airways για το δυστύχημα, αναφέρει ότι οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος ενώ το υδροπλάνο βυθίστηκε εξαιτίας της κακοκαιρίας».


Η καθημερινή εφημερίδα του Ηρακλείου «Δράσις» στις 27/8/1936 υπό τον πηχυαίο τίτλο «Τραγικόν δυστύχημα εις Ελούνδα του υδροπλάνου της Ιμπήριαλ» έγραφε:

«Κατά πληροφορίας εξ Αγ. Νικολάου τραγικόν αεροπορικόν δυστύχημα έλαβε χώραν χθές περί ώραν 10:30 π.μ. έξωθι της Ελούνδας. Συμφώνως προς τας μεταδοθείσας εκείθεν το απόγευμα πρώτας ειδήσεις, το δυστύχημα έλαβε χώραν ως εξής:

Έν των εκτελούντων την συγκοινωνίαν Αλεξανδρείας-Φαλήρου-Λονδίνου επιβατικών υδροπλάνων της εταιρείας «Ιμπήριαλ Αίργουες» προερχόμενον εξ Αλεξανδρείας οπόθεν είχε αποθαλασσωθή τας πρωινάς ώρας της σήμερον, ενώ περϊίπτατο ύπερθεν της Ελούνδας εις ύψος 500 μέτρων περίπου, αιφνιδίως λόγω προφανώς βλάβης των μοτέρ απώλεσε την ισορροπίαν του και κατέπεσεν ως βολίς εις την θάλασσαν εντός του εκεί κόλπου.
Του υδροπλάνου, κατά τας ιδίας πάντοτε πληροφορίας, επέβαινον 10 επιβάται πλην του προσωπικού εξ ων λέγεται εύρον τραγικόν θάνατον οι δύο και  ετραυματίσθησαν σοβαρώς οι οκτώ. Εις τον τόπον του δυστυχήματος κατέπλευσε ευθύς ως εγένετο αντιληπτόν το δυστύχημα, το ορμούν συνήθως εις τον αερολιμένα Ελούνδας πλοίον της εταιρείας «Ιμπήριαλ» προς διάσωσιν των επιβαινόντων οίτινες περισυνελέγησαν εν οικτρά καταστάσει. Το υδροπλάνο κατηυθύνετο εις Φάληρον.

Το απόγευμα ο Λιμενάρχης Ηρακλείου κ. Νικολέρης μετά των πρακτόρων του υδροπλάνου και άλλων ανεχώρησαν εσπευσμένως δια τον τόπον του δυστυχήματος».

Η επίσης καθημερινή εφημερίδα του Ηρακλείου «Ανόρθωσις» (27/8/1936) έγραφε καλύπτοντας την είδηση της κηδείας των θυμάτων:

«Κατά την κηδεία των άτυχων θυμάτων του  προχθεσινού παρά την Ελούνδαν αεροπορικού δυστυχήματος παρέστησαν αι αρχαί του νομού Λασηθίου και πλήθη κόσμου. Υπό του λιμενάρχου Αγίου Νικολάου ελήφθη και τω κατωτέρω τηλεγράφημα της Κυβερνήσεως: «Πρόθεσις Κυβερνήσεως είναι μετάσχη αποδόσεως τιμών εις φονευθέντας Άγγλους. Αναφέρατε πάραυτα αν καθίσταται χρονικώς δυνατός κατάπλους ημετέρου πολεμικού πλοίου εξ Αιδηψού προς συμμετοχήν. Εν εναντία περιπτώσει γνωρίσατε πρόθεσιν Κυβερνήσεως περί συμμετοχής εις απόδοσιν τιμών μη πραγματοποιηθείσαν  λόγω ανεπαρκείας χρόνου. Εκφράσατε βαθύτατα συλλυπητήρια Κυβερνήσεως. Υπουργός Ναυτικών».

Η ημερήσια εφημερίδα της Αθήνας «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» στο Κυριακάτικο φύλλο της 23-08-36 σε πρωτοσέλιδο τίτλο της έγραφε: «Δυστύχημα εις Αγγλικόν Αεροπλάνον της γραμμής Ινδιών – Λονδίνου. Συνετρίβη εις τον όρμον Μεραμπέλλο. Τρεις νεκροί και εξ τραυματίαι». Στο κύριο άρθρο της ανέλυε:

  «Χτες την πρωίαν τετρακινητήριον υδροπλάνον της αγγλικής εταιρείας Imperial air ways κατευθυνόμενον εξ Αλεξανδρείας εις Φάληρον κατέπεσε συνεπεία αιφνιδίας βλάβης των μηχανών του, πλησίον της ακτής του Μεραμπέλλο της Κρήτης. Κατά την κάθοδόν του το υδροπλάνο ενέπεσεν εις δίνην αέρος και προσεθαλασσώθη ανωμάλως. 

Ο ασυρματιστής του υδροπλάνου εξέπεμψεν αμέσως σήμα κινδύνου . Εις βοήθειαν ανεχώρησεν εκ Μεραμπέλλου ρουμουλκόν το οποίον κατώρθωσε να διασώση πέντε επιβάτας και το πλήρωμα πλην δύο, ενός επιβάτου και ενός του πληρώματος οι οποίοι επνίγησαν. Το υδροπλάνον κατεποντίσθη. Εκ των διασωθέντων επιβατών τινές είναι τραυματισμένοι. Τα αίτια του δυστυχήματος δεν εγνώσθησαν εισέτι». 

Η εφημερίδα συνεχίζει με ανταπόκριση του Αθηναϊκού πρακτορείου Ειδήσεων από το Λονδίνο, γράφοντας:
«Το δυστύχημα το επισυμβάν εις το αεροπλάνον της εταιρείας Imperial air ways, ενεποίησε ζωηράν θλίψην ενταύθα. Το σκάφος «Σκηπίων» ήτο εκ των μεγαλυτέρων της υπερωκεανείου γραμμής της εταιρείας, κατέπεσε δε και συνετρίβη παρά την νήσον Κρήτην συνεπεία βλάβης του κινητήρος και ενώ προσεπάθει να προσγειωθεί εις τον αερολιμένα του Μεραμπέλλου, οπόθεν επρόκειτο να εφοδιαστεί εις καύσιμον ύλη. 
Εις Άγγλος επιβάτης ονόματι Φόρμπς, επιβάς του υδροπλάνου εκ Δελχί εφονεύθει κατά την πτώσιν τούτου. Ο υπολοχαγός Ντίκσον και εις άλλος επιβάτης επνίγησαν, ο δε πιλότος Ουϊλκόκξον υπέστη εκ της πτώσεως εσωτερικήν αιμορραγίαν. Ομοίως ετραυματίστησαν τρεις άλλοι εκ του πληρώματος και πέντε εισέτι εκ των επιβατών. 
Σοβαρόν κίνδυνον διέτρεξαν και οι λοιποί εκ των επιζώντων, οίτινες διεσώθησαν χάρις εις την έγκαιρον βοήθειαν της θαλαμηγού της εταιρείας «Ιμπήριαλ», ήτις ευρίσκετο κατά την στιγμή του δυστυχήματος εις απόστασιν ημίσεως μιλλίου από του σημείου όπου κατέπεσε το υδροπλάνο. Το καταστραφέν υδροπλάνο ήτο εφωδιασμένον δια τεσσάρων κινητήρων και είχε θέσεις δια 15 επιβάτας, κατεσκευάσθη το 1931 και ζυγίζει εν όλω μετά του φορτίου υπέρ τους δεκατρεις τόνους. Το αεροσκάφος είχεν αναχωρήσει εξ Αλεξανδρείας την πρωίαν δια Βρινδήσιον. 

Νεώτερα τηλεγραφήματα των Πρακτορείων Χαβάς, Ρώιτερς και άλλων, αναφέρουν λεπτομερείας της παρασχεθείσης υπό των ελληνικών αρχών περιθάλψεως εις τα θύματα του τραγικού τούτου αεροπορικού δυστυχήματος. Οι αγγλικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί ανήγγειλαν την νύκτα ότι κατέπλευσεν επιτόπου και αγγλικόν πολεμικόν ευρισκόμενον εκεί πλησίον».

Οι καθημερινής κυκλοφορίας εφημερίδες του Ηρακλείου «Δράσις» και «Ανόρθωσις» (27/8/1936) καθώς και τα «Κρητικά Νέα» (28/8/1936) υπό τον τίτλο «Το τραγικόν αεροπορικόν δυστύχημα, Θερμόν Αγγλικόν Ευχαριστήριον» δημοσίευσαν σε περίοπτες θέσεις, το ευχαριστήριο του Άγγλου Υποπρόξενου στην Κρήτη στο οποίο ανέφερε:



«Ο Υποπρόξενος της Αγγλίας εν Ηρακλείω ως και η αεροπορική εταιρεία Imperial Airways, θεωρούσιν υποχρέωσίν των να ευχαριστήσουν δημοσία τους Νομάρχας Ηρακλείου και Λασηθίου, τους Λιμενάρχας ως και εν γένει πάσας τας αρχάς, δια το επιδειχθέν ενδιαφέρον εις το γνωστόν τραγικόν αεροπορικόν δυστύχημα Ελούντας. Επίσης θερμώς ευχαριστούσι τους αυτοστιγμεί σπεύσαντας επί τόπου του δυστυχήματος, τον Πρόεδρο και τους κατοίκους της Κοινότητος Ελούντας των οποίων η αυθόρμητος συμμετοχή εις το πένθος ήτο πρόσθετος επικύρωσις των ευγενών αισθημάτων του Κρητικού λαού. 

Επισφράγισης των συμπαθών εκδηλώσεων ήτο το τηλεγράφημα της Α.Ε. του Υπουργού των Ναυτικών δι ου ηρωτάτο ο Λιμενάρχης Ηρακλείου εάν θα υπήρχε καιρός δια την αποστολήν Ελληνικού πολεμικού πλοίου προς απόδωσιν τιμών εις τους φονευθέντας αξιωματικούς του Αγγλικού Στρατού. Είναι παρήγορον ότι η τύχη επεφύλαξεν εις αυτούς να ταφώσιν μακράν μεν της Πατρίδας των, αλλά εις γην φίλης και φιλοξένου χώρας».


ΚΩΣΤΗΣ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗΣ

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Ανέκδοτο ημερολόγιο του Κώστα Φαλτάϊτς - Τύπος και λογοκρισία για τη Μικρασιατική Καταστροφή

ΦΑΚΕΛΟΣ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Σε συνεργασία με το Μουσείο και την οικογένεια ΦΑΛΤΑΙΣ -σε πρώτη δημοσίευση από το ΄΄ΑΡΧΕΙΟ ΚΑΛΛΑΡΗ΄΄ κοινοποιούμε αποσπάσματα από το ανέκδοτο ημερολόγιο του πολεμικού ανταποκριτή, διόπα στο θωρηκτό Αβέρωφ και συγγραφέα Κωνσταντίνου Φαλτάϊτς 
Σε ένθεση φωτογραφίες από τα αντίστοιχα χειρόγραφα.

Η μεταγραφή των χειρογράφων του Κ. Φαλτάϊτς έχει γίνει από την Αναστασία Φαλτάϊτς και τον Αείμνηστο Μάνο Φαλταϊτς Τα πρωτότυπα και όλο το ανέκδοτο υλικό βρίσκονται στο Μουσείο Μάνου και Αναστασίας Φαλτάϊτς στην Σκύρο. Το δημοσίευμα επιμελήθηκε η εγγονή του Άννα.


Το απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφει την άρνηση των ελληνικών εφημερίδων της εποχής να δημοσιεύσουν θέματα και μαρτυρίες σχετικές με την Μικρασιατική Καταστροφή.


Ν.Μποζίνη

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

(Από την ΑΝΝΑ ΦΑΛΤΑΙΤΣ)

΄΄30  Αυγούστου (1922)

Η αδιαφορία του κόσμου για την κατάσταση δεν είναι η ίδια όπως των πρώτων ημερών, γιατί όλοι βλέπουν ότι ο κίνδυνος προσεγγίζει και είναι δικός των, αλλά το ενδιαφέρον της κοινωνίας για την κατάστασή των γενικά δεν είναι ίδια  κατά το ένα
χιλιοστόν τέτοια που έπρεπε να είναι αλλά εξακολουθεί να είναι αδιαφορία του χειρίστου βαθμού.

-Χρειαζόμεθα κήρυκας μου είπε χθες ο Χατζηανέστης. Που είναι, όμως οι κήρυκες;
Οι εφημερίδες ασχολούνται σε άλλα πράγματα, και ενώ ο κίνδυνος είναι κίνδυνος της Ελληνικής φυλής αυταί γεμίζουν τας σελίδας των με κοσμική κίνηση και βρίζουν η μία την άλλη.


Θα γίνομε λοιπόν ίδιοι με τους Αρμενίους και τους Εβραίους χωρίς πατρίδα και δεν υπάρχει κανείς να ξυπνήση την ελληνική ψυχή

Οι ίδιες οι εφημερίδες στας οποίας γράφω δεν θέλουν να δημοσιεύσουν τίποτα..

Και ο κ.  Παπαλουκάς ο διευθυντής των Νέων Αρχών μου είπε όταν διάβασε την συνέντευξιν που είχα πάρει με τον κ. Χατζηανέστη που έλεγε για την σωτηρία της Ερυθραίας και ότι μόνον λαγοί θα μπορούσαν να την αφήσουν. 

Ότι πολύ λίγο τον ενδιέφερε η Ερυθραία ενώ τον ενδιαφέρει τι απαντά ο Χατζηανέστης σε όσα ο Στράτος στη σημερινή του στας εφημερίδας συνέντευξη έλεγε γι αυτόν.

- Αλλά η Ερυθραία είναι η σωτηρία και η τιμή της πατρίδος αυτή τη στιγμή του είπα.

-Ολίγον με ενδιαφέρει μου λέγει, για την σωτηρία και την τιμή της πατρίδας. Εμένα με νοιάζει ως δημοσιογράφο τι απαντά ο Χατζηανέστης στο Στράτο.

Ο Λαχανοκάρδης[1] που του έγραψα το βράδυ πληροφορίας για τας σφαγάς που ηκολούθησαν την κατάληψιν της Σμύρνης τας πετά στο καλάθι θυμωμένος και δεν τας δημοσιεύει.


-Είναι ψέματα αυτά μου λέγει.

-Μου τα είπαν επιβάται που έβλεπαν τας σφαγάς από το πλοίο που ήτο αραγμένο στο λιμάνι της Σμύρνης.

-Η Κυβέρνησις τα διαψεύδει . Λέγει ότι τίποτα σχεδόν δεν συνέβη.

-Επήγε η Κυβέρνησις του λέγω κάτω στον Πειραιά, να μάθη από αυτούς που ήλθαν τι έγινε, και έπειτα να βγάλη διάψευση;

Στα θέατρα εξακολουθούν να παίζονται έργα με θορυβώδη μουσική και ο κόσμος να γελά ενώ στας εκκλησίας καμμιά δέηση δεν εψάλη για την σωτηρία των πληθυσμών και του στρατού της Μ. Ασίας. 

Στα νοσοκομεία που είναι γεμάτα τραυματίας κανένας δεν επισκέπτεται τους τραυματίας και ο κόσμος κοιτάζει τον στρατό που έχει έλθη αδύνατος και κουρελιασμένος με μάτι που δεν έχει πολλήν συμπάθειαν.

Μερικοί κομψοί πολίται λέγουν:
-Είναι οι φυγάδες που επρόδωσαν την πατρίδα, ενώ οι δυστυχισμένοι φαντάροι απαντούν:


-Δεν είμεθα εμείς που επεράσαμε την Αλμυράν έρημο και εφθάσαμεν ως την Άγκυρα;

Η αναισθησία του κόσμου για τα γύρω του συμβαίνοντα φαίνεται από το περιεχόμενον τον εφημερίδων.

Παίρνω στην τύχη το απογευματινόν «΄Εθνος».

Βλέπω ένα κύριο άρθρον πατριωτικόν μεν ως τίτλον « τις οίδε» σχετικώς κλπ.
Ένα χρονογράφημα του κ. Σταθοπούλου αναφερόμενο εις την ανάγκην της περίθαλψης των προσφύγων, το οποίον όμως αντί να φωνάζει με θυμό πώς πρέπει να γίνη η περίθαλψις των προσφύγων, αρχίζει:

-Ας ελπίσωμεν ότι η νέα Κυβέρνησις θα αντιληφθή διαφορετικάς τας υποχρεώσεις της προς τους πρόσφυγας... 

Ο τόνος του χρονογραφήματος καίτοι αι συμβουλαί του είναι πολύ καλαί δεν έχει καμμιά θερμότητα ανάλογο με την κατάσταση.

Κατόπιν υπάρχει μια στήλη του κ. Βαλιανίτη με τον τίτλον «δράμα του Μπελό» αναφερόμενον εις ένα δράμα του Μπελό το οποίον επαίχθη το 1884 εις το Παρίσι.

Υπάρχουν κατόπιν εις την πρώτην σελίδα ένα χρονογράφημα υπό τον τίτλον «Αγγελία θανάτου» γνωστού λογίου κρυπτομένου υπό το ψευδώνυμον  Ιερεμίας και αναφέρον κατ αδύνατον τρόπον την αναγγελίαν ενός θανάτου κάποιου από ένα ερωτικό ποιηματάκι του ποιητού κ. Αθ. Κυριαζή, μία στήλη αραβικής φιλολογίας μεταφρασμένη από τον κ. Τρικογλίδη, δύο στήλαι μεταφρασμέναι από το αγγλικόν αναφερόμεναι εις κάποιον ορρόν του καθηγητού κ. Σπάλιγγερ προς καταπολέμησιν του γήρατος.

Η δευτέρα σελίς είναι γεμάτη από τρία μυθιστορήματα και από μίαν στήλην «Ξένα και περίεργα».


Αι άλλαι δύο σελίδες είναι αγγελίαι και ισχνή ειδησεογραφία ή τηλεγραφήματα επί της καταστάσεως.

Ορίστε και μία άλλη η Γουναρική πρωτεύουσα. Η πρώτη σελίς έχει:

Ένα άρθρο για τη Διάσκεψη της Βενετίας, η οποία μου φαίνεται ότι δεν έχει πολύ να μας απασχολήση. Δύο χρονογραφήματα ένα του Αττικού(;) Χατζοπούλου περί της πυρκαϊάς του Χαρβατίου, και άλλο του Ν.Γ. / Ν. Γιοκαρίνη περί προσκόπων;.

Μία στήλη μικροπράγματα από όλον τον κόσμον και ένα μακρότατο άρθρο συνεργάτου περί της σημασίας της πτώσεως του εμπορικού συναλλάγματος.

Όσον αφορά τα αρθρίδια της πρωτευούσης καλλίτερα να τα μεταφέρουμε εδώ ολόκληρον την μιάμιση στήλη των πραγμάτων αυτών, τα οποία είναι κομματικά ή αδιάφορα και διόλου μου φαίνεται εθνικά. 
( …)

Το περιεχόμενον άλλων εφημερίδων είναι της ιδίας φύσεως και παραλείπω να το αναφέρω.

Η έννοια του αποικιακού πολέμου όπως ενομίσαμε τον Μικρασιατικόν πόλεμον, όπως δηλαδή οι κυβερνώντες μας έκαναν να τον εννοήσωμεν και να τον αισθανθούμε, έφερε την αδιαφορίαν αυτή.


Οι άνθρωποι όμως που είχαν πονέσει ηξεύρουν τι είδους πόλεμος ήτο ο μικρασιατικός και αν ήτο πόλεμος όχι πλέον βωμών και εστιών, αλλά πόλεμος εξοντώσεως της μιάς ή της άλλης φυλής.
.....

Η λογοκρισία κάνει το καταστρεπτικόν της έργον της υποδουλώσεως της ελληνικής ψυχής.

Ένα τηλεφώνημά της το βράδυ μας ειδοποίει ότι απαγορεύει την δημοσίευση συνεντεύξεως μετά στρατιωτικών προσώπων και αρθρογραφίας τεινούσης εις τον εξερεθισμόν του λαού.

Τρόποι του λέγειν όλα αυτά.  Η ψυχή μου που ήρχισε να δουλώνεται από την εποχήν που ήλθεν ο Βενιζέλος από την Θεσσαλονίκη με την επιβολή της λογοκρισίας και την φυλάκισιν.΄΄






[1] Διευθυντής της εφημερίδας «Εμπρός». Μάλλον αναφέρεται στον Ευτύχιο Λαχανοκάρδη, ο οποίος διετέλεσε και πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.






Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Αντίσταση και κατοχή στη Σπιναλόγκα-Μέρος Β




(Του Κωστή Ε Μαυρικάκη) *
Το Α Μέρος: ΕΔΩ   

Το χρονικό μιας άγνωστης εποποιίας των χανσενικών

ΜΝΗΜΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ ΡΕΜΟΥΝΤΑΚΗ*

  «Μοίρα αυτού του βράχου είναι να στενάζει, να κυοφορεί και να βογγά τον ανθρώπινο πόνο» έλεγε ο Επαμεινώνδας, ο νεαρός δραστήριος πρόεδρος της Αδελφότητας Χανσενικών, στους συντρόφους του που κρέμονταν από τα χείλη του. «Υπομονή, η πείνα θέριζε περισσότερο από τώρα αυτό τον τόπο, όταν το μισοφέγγαρο και τα τουρκικά γαλιόνια το είχαν αποκλείσει από τους Βενετσιάνους πριν από δυόμισι αιώνες για να το τουρκέψουν…» συμπλήρωσε θέλοντας να τους δώσει κουράγιο και να αποδιώξει την απελπισία που τους κατείχε. 


 «Ένα αίτημα θα θέσουμε στους Ιταλούς καταχτητές. Ένα και μοναδικό: Θα τους ζητήσουμε να συμπεριληφθούνε οι άρρωστοι της Σπιναλόγκας, στη δύναμη των στρατευμάτων κατοχής και να μας χορηγούνε το ανάλογο σιτηρέσιο ημερησίως. Δεν είναι δυνατό επειδή η μοίρα μας αδίκησε, άνθρωποι σαν κι εμάς, οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι να μας στερούνε το δικαίωμα να ζήσουμε. Αύριο κιόλας θα πάρομε τη βάρκα του δημοσίου και θα ζητήσομε να δούμε τον επικεφαλής αξιωματικό των στρατευμάτων κατοχής στην Ελούντα»…


Την επόμενη το πρωί, πριν ακόμη φωτίσει η μέρα, μια ανέλπιστη ανοιξιάτικη μπονάτσα απλώνονταν στα γαλήνια νερά του κόλπου της Ελούντας, κάτω από έναν ανέφελο ουρανό και μόνο τα κουδούνια και τα βελάσματα των προβάτων στον Αρμό στο μέσα νησί έσπαγαν τη σιωπή που βασίλευε.

  Ενώ κάποιοι γεροντότεροι και ασθενέστεροι, απασχολούσαν τους φύλακες, η βάρκα του δημοσίου με τον Επαμεινώνδα, το γέροντα άρρωστο ιερέα Καροφυλάκη και τους είκοσι συντρόφους τους, έλυνε τα παλαμάρια της από τη σκάλα του νησιού, κατευθυνόμενη προς τα νότια, προς την Ελούντα. Μόλις έγινε αντιληπτή η αναχώρησή της, μια άλλη βάρκα με το διευθυντή, τον ενωμοτάρχη και άλλους υπαλλήλους του λεπροκομείου, ξεκινούσε από την Πλάκα, παρακολουθώντας διακριτικά και από απόσταση την ασυνήθιστη πορεία της βάρκας με τους λεπρούς. 

Σε λίγο, και οι δύο βάρκες πλησίαζαν τη σκάλα στο Σχίσμα όπου ήταν πάνοπλοι μια διμοιρία στρατιώτες που έφτασαν από το Μαυρικιανό που έδρευε η κομαντατούρ, με τον επικεφαλής τους, με παρατεταμένα τα όπλα και δύο οπλοπολυβόλα σε τρίποδα να τους σημαδεύουν.

 Ο Επαμεινώνδας, όρθιος, ευθυτενής και ψύχραιμος μέσα στο μπροστινό μπουκί της πλώρης, σήκωσε και άπλωσε το άσπρο μαντήλι που είχε μόνιμα στην τσέπη του, κάνοντάς το με νόημα, λευκή σημαία.
        
  «Δεν έχομε σκοπό να βλάψομε κανένα» φώναζε επαναλαμβάνοντάς το, με δυνατή φωνή πριν ακόμη δέσουν τη βάρκα, για να το ακούσει ο εικοσάχρονος Ιταλός Λοχίας Μάριο, που είχε γεννηθεί στη Ρόδο και γνώριζε άπταιστα ελληνικά.
-          «Είμαστε άοπλοι, και είσαστε οπλισμένοι σαν αστακοί. Είμαστε άρρωστοι και είσαστε υγιείς. Γνωρίζετε τι θα πει ψωμί, μας εμείς κοντεύουμε να ξεχάσουμε…» είπε και έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό κομμάτι σκουληκιασμένης μπομπότας δείχνοντάς τη στους στρατιώτες… Και συνέχισε:

-          «Δεν έχομε πρόθεση να σας βλάψουμε. Σκοπός μας είναι να διαμαρτυρηθούμε και να σας παρακαλέσουμε, ως Ευρωπαίους και πολιτισμένους ανθρώπους, στο όνομα του Ανθρωπισμού και της Αγάπης να συμπεριλάβετε τους ασθενείς της Σπιναλόγκας, στη δύναμη των στρατευμάτων κατοχής, και να μας χορηγείτε το σχετικό σιτηρέσιο ημερησίως.

 Η τρομερή και βασανιστική ασθένεια που μας κατατρώγει τις σάρκες, δεν προήλθε με δική μας υπαιτιότητα, και ως εκ τούτου είναι τρομερό έγκλημα και απίστευτη βαρβαρότητα να μας αφήσετε να πεθάνουμε από την πείνα»…

Τα λόγια του Επαμεινώνδα, άγγιξαν τον ιταλό Λοχία, που δεν κατάφερε να συγκρατήσει δύο σταγόνες δάκρυα που ξέφυγαν από τα μάτια του, και ανεπαίσθητα σκούπισε με τα μανίκια του… Του είπε να περιμένουν, και σε λίγο θα επιστρέψει δίνοντας τους, την απάντηση των ανωτέρων του. Σε ολόκληρο το διάστημα της αναμονής, ήταν αρκετοί οι κάτοικοι της Ελούντας, που στο άκουσμα του λόγου για την άφιξη των λεπρών, έτρεξαν για να τους δώσουν καλάθια με πιτάρι, χαρούπια, κριθαλοκουλούρες και αυγά.

Δεν είχε περάσει μισή ώρα, όταν ο Μάριο, ο ιταλός λοχίας επέστρεψε στη σκάλα, λέγοντάς τους:
-          «Το αίτημά σας έγινε δεκτό. Αύριο κιόλας θα φτάσουν τρόφιμα στη Σπιναλόγκα».

Οι άρρωστοι ευχαρίστησαν τον ιταλό Λοχία, και δέχτηκαν να τους ρυμουλκήσουν πίσω στη Σπιναλόγκα οι στρατιώτες με τη δική τους επιταγμένη βενζινάκατο.

Την επομένη το πρωί και για ένα μήνα, μια βάρκα έφερνε μισό κιλό άσπρο ψωμί για κάθε άρρωστο, ενώ το διπλασιασμένο ήδη επίδομά τους, χαμογελούσε για καλύτερες μέρες στη διαβίωσή τους. 

Πολύ γρήγορα όμως, οι στερήσεις και η έλλειψη των τροφίμων, έγιναν ξανά καθημερινός εφιάλτης. Η ομάδα του Επαμεινώνδα, συγκεντρωνόταν ταχτικά και με όλες τις προφυλάξεις. Αισθάνονταν τους εαυτούς τους, ως την πρωτοπορία, που έπρεπε να δράσει άμεσα γιατί από τη χειρισμούς τους εξαρτιόταν η ζωή και των 350 ασθενών του νησιού.
Και ενώ οι θάνατοι πλήθαιναν ξανά, και ο κόμπος είχε πλέον φτάσει στο χτένι, ο Επαμεινώνδας, είπε στους συντρόφους του, στην τελευταία τους συνάντηση:


-          «Αυτή τη φορά, η διεκδίκησή μας, θα είναι πιεστική και θεαματική. Το σχέδιό μας, θα είναι σε τρία στάδια. Αρχικά και για δυο μέρες δεν θα αφήνουμε κάθε πρωί να προσεγγίζει η βάρκα του δημοσίου σ’ ένα νησί κατατρεγμένων ανθρώπων που τους κύκλωσε η πείνα και ξέχασαν τι θα πει ψωμί.

Τι νόημα έχει να έρχονται κάθε πρωί οι υπάλληλοι ενός κράτους που μας έχει ξεχάσει;

Τις επόμενες δυο μέρες, θα κλεινόμαστε όλοι ερμητικά στα σπίτια μας και δεν θα ανοίγομε σε κανένα, όσο κι αν μας κτυπούν οι φύλακες και οι νοσοκόμες… Και εάν οι πράξεις μας αυτές δεν θα συγκινήσουν διοίκηση και καταχτητές, ε τότε, την πέμπτη μέρα θα επιβιβάσουμε στις βάρκες τον παπά, το υγιές προσωπικό και τα παιδιά και εμείς θα επιταχύνομε το θάνατό μας.

 Είναι προτιμότερο να γίνουμε ολοκαύτωμα, να χορέψουμε ένα νέο χορό του Ζαλόγγου, παρά να υπομένουμε τον αργό θάνατο από την πείνα»!

Αμέσως τις επόμενες ημέρες, και ενώ τα τρόφιμα είχαν σχεδόν εξαφανιστεί, άρχισε η εφαρμογή του πρώτου και του δεύτερου μέρους του σχεδίου. Οι καταχτητές και σε συνδυασμό με την αδιάφορη στάση της διεύθυνσης του λεπροκομείου, δε συγκινήθηκαν από το μέγεθος της τραγωδίας. Έπρεπε έτσι να θέσουν σε εφαρμογή το τρίτο και πιο δύσκολο μέρος του σχεδίου τους. Είχαν στο μεταξύ ενημερώσει τον παπά και το υγιές προσωπικό, που ήταν μαζί τους, ότι θα τους επιβίβαζαν στις βάρκες και θα τους έδιωχναν, παραμένοντας μόνοι τους για να επιχειρήσουν το ολοκαύτωμά τους…


Την επόμενη το πρωί μια ασυνήθιστη κινητικότητα, υπήρχε στην παραλία της Πλάκας όπως μπορούσαν να διακρίνουν από το νησί.
Ο Επαμεινώνδας, μέσα στη γενικότερη τραγωδία που εξελισσόταν γύρω του έδωσε εντολή να κτυπήσουν την καμπάνα του Αγ. Παντελεήμονα, παρότι για λόγους ευνόητους οι καταχτητές είχαν απαγορεύσει το κτύπημά της. Στο άκουσμά της, οι ιταλοί στρατιώτες επιτάχυναν την αναχώρησή τους από την Πλάκα και με τις βάρκες πλέον κωπηλατούσαν με νευρικές και γρήγορες κινήσεις…

Ο Επαμεινώνδας στο μεταξύ, και αφού είχαν σχεδόν όλοι οι ασθενείς, ακόμη κι αυτοί οι κατάκοιτοι και οι ανήμποροι, συγκεντρωθεί έξω από τον Άγ. Παντελεήμονα, κατευθύνθηκε προς το γέροντα παπά που με δάκρυα στα μάτια παρακολουθούσε την τραγωδία του ποιμνίου του. Τον κάλεσε να βάλει τα άμφια και τους ψάλτες να πιάσουν θέση στα στασίδια, λέγοντάς τους να ξεκινήσουν την τελευταία λειτουργία.
Μια ύστατη δέηση στο Θεό και μια παράκληση προς τη Θεοτόκο, όπως οι τελευταίοι υπερασπιστές της Πόλης όταν κλείστηκαν στην Αγιά Σοφιά για την τελευταία λειτουργία. Το κλίμα ήταν αφόρητα δραματικό γιατί ήταν η τελευταία πράξη μιας επικείμενης τραγωδίας για την οποία δεν φαινόταν να υπάρχει από πουθενά από μηχανής Θεός.

 Οι περισσότεροι ασθενείς, άντρες και γυναίκες, με σφιχτούς και βουβούς λυγμούς που επισκίαζαν τα τροπάρια και τους ύμνους, προσεύχονταν μέσα στην εκκλησία. Ο Επαμεινώνδας ψύχραιμος και ευθυτενής, προσπαθούσε να συγκρατήσει με δυσκολία τα δάκρυά του˙ ένοιωθε ότι πάνω στους ώμους του ακουμπούσαν όλες του τις ελπίδες, αυτές οι κατατρεγμένες και σημαδεμένες ψυχές.


Όρθιος περίμενε στην πόρτα της εκκλησίας τους στρατιώτες που από στιγμή σε στιγμή θα έφταναν, ενώ απέναντί του και πάνω στη θολωτή βενετσιάνικη δεξαμενή ήταν παρατεταγμένο με τα σχολιανά του ρούχα, παρόντες όλο το προσωπικό του νησιού που με δάκρυα κι αυτοί στα μάτια παρακολουθούσαν το απίστευτο δράμα που φάνταζε σαν αρχαία τραγωδία.

Δεν είχε περάσει μισή ώρα από το χτύπημα της καμπάνας, όταν η διμοιρία των οπλισμένων ιταλών διάβαινε την επιβλητική δυτική πύλη τοσκανικού ρυθμού του φρουρίου, την Πόρτα Μαέστρα. Περνώντας μπροστά από τη βενετσιάνικη αίθουσα της φρουράς, κατευθύνθηκε σε σχηματισμό και με βηματισμό χήνας, έφτασε παρατεταγμένη έξω από την εκκλησία, που στο μεταξύ μέσα, συνεχίζονταν η δραματική τελευταία λειτουργία.

Ακούγοντας τον ηχηρό βηματισμό της διμοιρίας, ο Επαμεινώνδας μετακινήθηκε προς αυτούς και σταματώντας μπροστά, στην άκρη της εκκλησίας, τους έκοψε το δρόμο. Δύο από τους στρατιώτες, γεννημένοι στα Δωδεκάνησα μιλούσαν άπταιστα τα ελληνικά. Όταν του ζήτησαν το λόγο που χτύπησαν την καμπάνα, ενώ αυτό απαγορεύεται, ο Επαμεινώνδας τους είπε:

-«Επειδή η τραγωδία που εξελίσσεται σε όλους εμάς τους κατατρεγμένους ανθρώπους και η πείνα και ο θάνατος άρχισε να μας θερίζει, αποφασίσαμε να διώξουμε το υγιές προσωπικό, τα παιδιά και τον παπά, και εμείς θα αυτοκτονήσουμε ομαδικά. Θα προτιμήσουμε το ολοκαύτωμα παρά τον αργό θάνατο που μας δίνετε καθημερινά. Γι’ αυτό καλέσαμε τον ιερέα να κάμει μια τελευταία λειτουργία παράκληση στον Ύψιστο και στην Παναγία, και να αλληλοσυγχωρεθούμε μεταξύ μας».


Οι στρατιώτες περίμεναν να τελειώσει η λειτουργία. Μόλις ο παπάς είπε το «δι’ ευχών», ατέλειωτοι και βουεροί λυγμοί ικεσίας ξέσπασαν μέσα στην εκκλησία, ενώ οι πλάκες του δαπέδου είχαν γίνει κάθυγρες από τα δάκρυα. Ξεκινώντας λιτανεία, με μπροστά τον παπά και τον Επαμεινώνδα, τους ψάλτες, το προσωπικό του νησιού και τα εξαπτέρυγα με όλους τους αρρώστους να ακολουθούν, ακόμη κι αυτούς τους ανήμπορους που τους σήκωσαν στους ώμους, κατευθύνθηκαν εν πομπή προς τη νότια αποβάθρα, όπου θα επιβίβαζαν το υγιές προσωπικό και τα παιδιά, ενώ εκείνοι θα επιχειρούσαν το ολοκαύτωμά τους. 

Πίσω ακολουθούσε διακριτικά η διμοιρία των ιταλών στρατιωτών. Έμοιαζε σαν μια πελώρια νεκρική πομπή, αυτή η πελώρια κάμπια ανθρώπων που λες αερικά και φαντάσματα διέσχιζαν τον κεντρικό δρόμο του νησιού για τελευταία ίσως φορά. Απίστευτες σκηνές αρχαίας τραγωδίας με ασυγκράτητους λυγμούς που αναδύονταν σαν ικεσία στους ουρανούς παίζονταν εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό στη μαρτυρική νησίδα.

Σε λίγο η πομπή έφτασε στην προκυμαία, που ήδη είχαν φτάσει ανώτεροι Ιταλοί αξιωματούχοι, ο διευθυντής, ο διαχειριστής και ο ενωμοτάρχης. Ο Επαμεινώνδας, θαρραλέος και προετοιμασμένος, έκανε ένα βήμα μπροστά, και σταμάτησε απέναντι στους ντόπιους και ξένους αξιωματούχους του ναζισμού, παίρνοντας το λόγο, ενώ όλα τα βλέμματα των συνασθενών του, όπως και οι ελπίδες τους,  ακουμπούσαν επάνω του.
-        
  « Η επιθυμία μας, μετά από αυτή την απερίγραπτη εγκατάλειψη στην οποία έχομε περιέλθει, είναι να επιταχύνουμε το θάνατό μας. Διότι ο αργός θάνατος από την πείνα είναι απερίγραπτα χειρότερος και αβάσταχτα οδυνηρότερος. Η τέλεια και απροσχημάτιστη εγκατάλειψή μας, και μάλιστα από Ευρωπαίους που καυχώνται γι το σύγχρονο πολιτισμό τους, είναι όχι μόνο απαράδεχτη αλλά βάρβαρη και πρωτόγονη. Πάρετε τον παπά, το προσωπικό και τα παιδιά και φύγετε! Εμείς θα βάλομε φωτιά και θα γίνουμε ολοκαύτωμα! Θα ζωντανέψουμε για άλλη μια φορά το Αρκάδι και το Μεσολόγγι! Θα χορέψουμε ένα νέο χορό του Ζαλόγγου! Είναι βλέπετε πολλά τα εγκλήματα που μας βαραίνουν! Ατυχήσαμε όχι από υπαιτιότητά μας, αλλά γιατί έτσι η μοίρα το θέλησε! Πηγαίνετε και ο Θεός μαζί σας… Εμείς σας συγχωρούμε όλους!».

Τα λόγια του Επαμεινώνδα δεν άφησαν κανένα, ασυγκίνητο και αδάκρυτο. Ακόμη κι αυτούς τους ίδιους τους καταχτητές που με δυσκολία ξεροκατάπιναν και νευρικοί άκουγαν αλληλοκοιταζόμενοι… Μεσολάβησαν κάποια δευτερόλεπτα αμηχανίας, αφού οι καταχτητές έχασαν τα λόγια τους μέχρι, που ο ιταλός επικεφαλής, απευθυνόμενος στους ασθενείς, που οι λυγμοί τους εξακολουθούσαν να σχίζουν βουβοί και σπαραξικάρδιοι τον αέρα, τους είπε:
-«Θα πάρω μαζί μου τον παπά και θα πάμε στη Νεάπολη, στο στρατηγό Κάρτα και θα φροντίσουμε όσο μπορούμε για εσάς. Παρακαλώ δώστε μου τρεις μέρες καιρό…»

Ο Επαμεινώνδας γύρισε και κοίταξε τους συνασθενείς του. Λες και συνεννοημένοι με τα μάτια, εκείνοι δια βοής συμφώνησαν με την πρόταση της αναμονής. Οι ασθενείς και οι υπάλληλοι γύρισαν στις θέσεις τους. Ο Επαμεινώνδας με τους συντρόφους του κατευθύνθηκαν λίγο πιο απόμακρα, στα ανατολικά θαλάσσια τείχη, εκεί που πολλές φορές πήγαινε μονάχος του και διαλογιζόταν κοιτάζοντας την απεραντοσύνη της θάλασσας. 

Εκεί που ακούγοντας τον υπόκωφο βρούχο των κυμάτων που σπάγανε στις θαλασσινές σπηλιές κάτω απ’ τα τείχη, κοίταζε τα απέναντι σητειακά βουνά που του θύμιζαν τα ανέμελα παιδικά χρόνια στο χωριό του. Σκέφτηκαν όλοι μαζί, ότι η αγάπη, ο ανθρωπισμός και ο ευαγγελικός λόγος, είναι τροπαιούχα και συντρίβουν τα πάντα, ακόμη κι αυτή τη βαρβαρότητα του πολέμου.  Ήταν αναμφίβολα μια πρώτη Νίκη. Μια αμυδρή σύσπαση χαμόγελου πέρασε βιαστικά από το πρόσωπό του…

Πέρασαν τρεις μέρες. Το απόγευμα της τρίτης μέρας, μια πολυτελής βενζινάκατος, ακολουθούμενη από τη βάρκα του δημοσίου με το διευθυντή και τους υπαλλήλους, φαινόταν να πλησιάζουν προς το νησί. Σε λίγο απεβιβάζονταν ο γενικός διοικητής Κρήτης, ο Νομάρχης Λασιθίου, ο διοικητής της χωροφυλακής και πέντε ανώτεροι Ιταλοί στρατιωτικοί, όλοι τους διορισμένοι από τους καταχτητές. Μέσα στην πολυτελή βενζινάκατο, ήταν και ο στρατηγός Κάρτα, που για λόγους ασφαλείας, δεν απεβιβάσθη, αλλά παρακολουθούσε μέσα από το σκάφος κάνοντας βόλτες από τ’ ανοιχτά.

Όλοι οι ασθενείς είχαν κατέβει κι αυτή τη φορά στην προκυμαία. Ακόμη και οι ανάπηροι είχαν βοηθηθεί από τους πιο υγιείς για να καταφθάσουν. Παραταγμένοι από τη μια μεριά οι επισκέπτες, από την άλλη οι ασθενείς. Στη μέση και μπροστά, ο Επαμεινώνδας, όπου μετά το σύντομο καλωσόρισμα, άρχισε ξανά τη μαχητική του αγόρευση:

-«Αυτό είναι κύριοι, η ανταμοιβή της κοινωνίας και του πολιτισμού της» είπε και έβγαλε δείχνοντας από την τσέπη του, ένα κομμάτι ψωμί από σκουληκιασμένο καλαμποκάλευρο. «Αυτό είναι η ανταμοιβή του ανθρωπισμού σας και του πολιτισμού του 20ου αιώνα, σε ανθρώπους που έτυχε να στερηθούν την ελευθερία τους χάριν της υγείας τους, που απομονώσατε σ’ αυτό τον αφιλόξενο βράχο για να πεθάνουν από την πείνα. Δε ζητάμε τίποτα άλλο από εσάς τους πολιτισμένους Ευρωπαίους, που ο πόλεμος σας έφερε ως εδώ, στα χώματά μας. Ένα πράμα μόνο ζητάμε: Να μας συμπεριλάβετε στη δύναμη των στρατευμάτων κατοχής και να μην αφήσετε 350 συνανθρώπους σας, να πεθάνουν από την πείνα»…

Μια βουβαμάρα και σιωπή έπεσε σαν βαρύ πέπλο για να επισκιάσει το τέλος της αγόρευσης του Επαμεινώνδα, οποίος εξακολουθούσε να κρατά υψωμένο το χέρι του με το σκουληκιασμένο καλαμποκάλευρο που κοίταζαν συνέχεια οι καταχτητές…
Τη σιωπή έλυσε, η παρέμβαση του γενικού διοικητή Κρήτης, ο οποίος κάνοντας ένα βήμα πιο μπροστά και κοιτάζοντας προς τη μεριά των ασθενών είπε:

-«Οι Ιταλοί και εμείς αποφασίσαμε να από αύριο να σας φέρουμε ανελλιπώς τρόφιμα να γεμίσετε τα στομάχιά σας, ώστε η πείνα να πάψει να σας βασανίζει…». Οι ασθενείς στην ανέλπιστη αυτή απόφαση των καταχτητών, αφού θεωρούσαν τους εαυτούς τους πια ξεγραμμένους, άρχισαν να χειροκροτούν αμήχανα, αυτοί τουλάχιστον που τα δάχτυλά τους ήταν ακόμη στη θέση τους. Ο Επαμεινώνδας ευχαρίστησε εκ μέρους των συνασθενών του τους επισκέπτες και μαζί με τη διοίκηση του λεπροκομείου, οι καταχτητές απομακρύνθηκαν επιστρέφοντας στην Πλάκα.

Την επομένη το απόγευμα, ένα καΐκι έφτανε κατάφορτο, από τρόφιμα. Είκοσι κιλά λευκό αλεύρι, δυο κιλά μακαρόνια, ρύζι και ζάχαρη θα δινόταν σε κάθε ασθενή.  Η τροφοδοσία αυτού του είδους συνεχιζόταν επί μακρόν και αργότερα ο Ερυθρός Σταυρός έδινε χορηγίες σιταριού. Υπήρξε και η δυνατότητα να πωλούν στους χωρικούς των γύρω χωριών αντικείμενα που ανήκαν σε ασθενείς που πέθαιναν, ανταλλάσοντας τα με φαγώσιμα προϊόντα.  Αργότερα αφού έκαναν αυτοσχέδιες αλυκές στην ταράτσα του παλιού τελωνείου, παρασκεύαζαν αλάτι που το μοιράζονταν μεταξύ τους, και το αντάλλασαν με κυδώνια, αχλάδια, μήλα, ρόδια και πατάτες που τους έφερναν από το Οροπέδιο.

Ο πόλεμος συνεχιζόταν αμείλικτος και η σκιά του εξακολουθούσε να βαραίνει τα πάντα. Η ζωή στη Σπιναλόγκα, με το συνεχή αγώνα των αρρώστων υπό την καθοδήγηση του Επαμεινώνδα, είχε κάποιες μικρές βελτιώσεις και μπορούσαν πλέον να βιώνουν απερίσπαστοι την προσωπική τους τραγωδία, χωρίς να τους βασανίζει η έγνοια της διατροφής.


Πέρασε σχεδόν έτσι ενάμισι χρόνος, όταν έφτασε ο Σεπτέμβρης του 1944 και ένα πρωινό οι λάμψεις από τη μεριά της Πλάκας και της Κολοκύθας φώτιζαν σαν αστραπές τον ουρανό, ακολουθούμενοι από κρότους. Ώσπου, πριν το μεσημέρι, η βάρκα του δημοσίου φτάνοντας στην αποβάθρα, τους ανήγγειλε την ευχάριστη είδηση: Οι Γερμανοί με τους φασίστες Ιταλούς φίλους τους, ταπεινωμένοι εγκατέλειπαν τον πόλεμο και οπισθοχωρώντας κατέστρεφαν τις στρατιωτικές τους υποδομές. Το χαμόγελο, σ’ εκείνους που είχαν ακόμη απομείνει σάρκες στο πρόσωπο έλαμψε και πάλι στο μαρτυρικό βράχο.

 Σ’ ένα βράχο που αδηφάγος σαν τον Μινώταυρο θα εξακολουθούσε να καταπίνει αχόρταγος και ανελέητος ανθρώπους για 13 ακόμη χρόνια μέχρι να κλείσει…

Το παραπάνω ιστορικό χρονικό αποδοσμένο ελεύθερα, είναι εμπνευσμένο στο μεγαλύτερο μέρος του, από την αυτοβιογραφία του Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη, «Αϊτός χωρίς φτερά». Εκείνης της μεγάλης μορφής, ενός ανθρώπου Σύμβολο, που σημάδεψε με την παρουσία του όχι μόνο τη χανσενική Σπιναλόγκα αλλά και την Αγ. Βαρβάρα στην Αττική. 

Τα απομνημονεύματά του, που εκδόθηκαν πρόσφατα από τους κληρονόμους του, αποτελούν ένα διαχρονικό κήρυκα και σηματωρό Ανθρωπισμού και ασίγαστου αγώνα κατά της αδικίας και κάθε είδους αποκλεισμού. Φέτος το καλοκαίρι, κλείνουν ακριβώς 99 χρόνια από τη γέννησή του. Ας είναι αυτό το μικρό ιστορικό χρονικό, που εμπνεύστηκα από τη δική του πέννα και αφήγηση, ένα μικρό ταπεινό κερί στη μνήμη του.


* ΚΩΣΤΗΣ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗΣ
Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Φουλατζίκ 1921: Το τραγούδι των βάρδων πολεμιστών

ΦΑΚΕΛΟΣ:ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

(Από την Άννα Φαλτάϊτς)

Περίπου έναν χρόνο μετά τις σφαγές στο Φουλατζίκ, στην περιοχή της Βιθυνίας, ο Κώστας Φαλτάϊτς καταγράφει και δημοσιοποιεί –αρχικά στην εφημερίδα «Εμπρός» και εκτενέστερα αργότερα στο βιβλίο του «Αυτοί είναι οι Τούρκοι»- τον θρήνο του πολεμιστή και βάρδου Γιάννη Βαλτάρη «από το καμμένον και σφαγιασμένον από τους αντάρτας του Κεμάλ Ελληνικόν Φουλετζίκ».

 Εμπρός, Δευτέρα 17 Μαΐου 1921

Το «Εμπρός» εις το μέτωπον
Η ζωή από τους τάφους
Ελλάς αγαπημένη φθάσε!
Το τραγούδι των βάρδων πολεμιστών
Ο θρήνος και η εκδίκησις

Του πολεμικού απεσταλμένου του «Εμπρός»


ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ Μάϊος. – Η ώρα είχε περάσει, εβράδυασε παντού και το βιολί δεν εσταμάτησε μέσα εις το δάσος να σηκώνη το κλάμμα του επάνω από τα πλατάνια της ρεματιάς. Πολεμιστής και βάρδος ο Γιάννης Βαλτάρης από το καμμένον και σφαγιασμένον από τους αντάρτας του Κεμάλ Ελληνικόν Φουλετζίκ, μας έσχιζε την καρδιάν με το τραγούδι του και το βιολί του, και την γέμιζε θυμούς και σπαραγμόν.

Ωραίοι νέοι του Φουλετζίκ με τα φεσάκια σταυρωμένα εμπρός, εγύριζαν τον ήχον, και το τραγούδι εβούϊσεν εις τον λόγγον, ανετάραζε τα φύλλα των πλατανιών και τα ετίναζεν από το ρίγος του θυμού των πολεμιστών.
Ωραίοι και υπέροχοι Έλληνες, χωρίς στέγην, χωρίς παιδιά, χωρίς αδέλφια, έψαλλαν όλοι μαζύ τώρα, μαζύ με την φωνήν της χορδής του βιολιού, την καμμένην των πατρίδα και τα αδέλφια των και τους γονείς των και τα παιδιά των που έσφαζεν ο Κεμάλ.
Τουρκικόν εις την φράσιν το τραγούδι, αφού οι άνθρωποι είχαν χάσει και την γλώσσαν των ακόμη, έλεγε:΅
«Κράν νταγλαντάρ
μοαζίρ σεσί βαρ
Βάρυ μπάκ
τσαντλασεντά νεσί βάρ
Μπίρ οκά οτ ιλέ
Μπίρ ας ντουζού βάρ
Τζαντάν μπακανά
Τζανέμ κουρμπάν ολσούν
Γιουανάν βατανά.»


«Επάνω στα βουνά του Κράν είνε φωνή προσφύγων. Πηγαίνετε να δήτε τι έχουν στο ντορβά των. Μια οκά χόρτα και μια φούχτα αλάτι.
Κάηκα. Θεέ μου, κάηκα, γι’ αυτόν που με βλέπει με την ψυχή του. και η ψυχή μου ας θυμιασθή για την πατρίδα Ελλάδα.»
 «Επάνω στο βουνό του Κράν
έστησα το τσαντήρι μου.
Χαίρε μάννα μου χαίρε
γιατί ο γιός σου πολεμά.»

 «Οι κεμαλικοί κατέβηκαν από τ’ αλώνια
κι’ ημέρα Τρίτη πάτησαν το Φουλετζίκ.
Διάλεξαν τις ωραίες και τις έβαλαν
γυμνές εις τον χορό.
Θάψανε τα παιδιά μας ολοζώντανα
τους άνδρες έκαψαν στην εκκλησιά
και στου παπά το στόμα πέρασαν χαλινάρι(*).
Φθάσε, Ελλάς μου, φθάσε, δεν έχω βοήθεια.»

«Πάνω στα βουνά του Κράν
Τυλίχτηκα και εκοιμήθηκα.
Έκλαψε το μωρό μου
Και το πέταξα στο δάσος.
Κ’ ύστερα από δέκα μέρες
Πήγα και είδα το πεθαμένο μου παιδί
Οι μυίγες και τα σκουλίκια
Το είχανε κυκλώσει
Και γύρω οι Τούρκοι αντάρτες κάθονταν και λάδωναν τα όπλα των».

(*) Ο συγκεκριμένος στίχος αφορά στον θάνατο του παππά του Φουλαζί, του παπά-Φίλιππου. Σύμφωνα με την μαρτυρία επιζήσαντα των σφαγών, του Παύλου Μπαλίδη, η οποία δημοσιεύεται στο «Αυτοί είναι οι Τούρκοι», ο πολιτικός διοικητής του Καραμουσάλ «εκαβαλλίκεψε τον παπά Φίλιππα που του είχαν περάση στο στόμα δυο Τούρκοι χαληνάρι από σχοινί και άρχισε να τον τραβά έτσι καβάλλα έξω από την εκκλησιά. Ο παπά Φίλιππας έπεσε κάτω λιποθυμημένος και ο Κεμάλ τότε του έβγαλε με το μαχαίρι του το ένα του μάτι και ύστερα διέταξε και τον έσυραν έξω από την εκκλησία.
(…)
…άλλοι Τούρκοι φάνηκαν να σέρνουν τον παπά Φίλιππα που θα είχε πιά ξεψυχήση, μ’ ένα σχοινί περασμένο στο λαιμό του.
(…) Κάτω στο ποταμάκι, στο Τουραλή, είδα τον παπά Φίλιππα απλωμένο στα χόρτα με βγαλμένα τα γένεια, με το καπίστρι ακόμη στο στόμα, με τα ρούχα του κομμάτια κομμάτια σχισμένα από τα κλαδιά και από τις πέτρες, με το λαιμό του κομμένο και αφιμένη μια λουρίδα μόνο δέρμα για να κρατή το κεφάλι.

***Περισσότερα για το ολοκαύτωμα του Φουλατζίκ μπορείτε να διαβάσετε σε πρόσφατο δημοσίευμα του Διδάκτορα Σύγχρονης Ιστορίας Βλάση Αγτζίδη στην «Ελευθεροτυπία»

http://www.enet.gr/?i=news.el.episthmh-texnologia&id=372968

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Σημειώσεις του Κ. Φαλτάϊτς από την Μικρασιατική Καταστροφή

ΦΑΚΕΛΟΣ: ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

(Από την Άννα Φαλτάϊτς)

Δημοσιεύματα και ημερολογιακές σημειώσεις του Κώστα Φαλτάϊτς

Τον Σεπτέμβριο του 1922 κορυφώθηκε το δράμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, με την καταστροφή της Σμύρνης.

Ο Κώστας Φαλτάϊτς, ως πολεμικός ανταποκριτής, απεσταλμένος της εφημερίδας «Εμπρός», κάλυψε τις κινήσεις του Ελληνικού Στρατού από την περιοχή της Νικομήδειας μέχρι τις πύλες της Άγκυρας, από τον Μάρτιο μέχρι τον Αύγουστο του 1921, όταν και τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής στη μάχη του Σαγγάριου και αναγκάστηκε να επιστρέψει (παρά τη θέλησή του) πίσω στην Αθήνα.


Με τις ανταποκρίσεις του κάλυψε τις επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού σε Αβγκίν, Νικομήδεια, Προύσα, Ουσάκ, Αδά Παζάρ, Εσκή Σεχήρ, Καραμουσάλ, Κιουτάχεια, Τουλού-Μπουρνάρ, Σαγγάριο κ.α., δίνοντας παράλληλα στη δημοσιότητα στοιχεία για τις τουρκικές θηριωδίες, την αντιμετώπιση των προσφύγων, την αντιμετώπιση των τουρκικών πληθυσμών και εικόνες από το μέτωπο.

Οι μαρτυρίες από επιζήσαντες των σφαγών των κεμαλικών στρατευμάτων, τις οποίες συγκέντρωσε και δημοσίευσε στην εφημερίδα «Εμπρός», ήταν τόσο «δυνατές», που προκάλεσαν το ενδιαφέρον του υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο τις αξιοποίησε για την προώθηση των ελληνικών θέσεων στους διεθνείς οργανισμούς.

Τον Νοέμβριο του 1921, ο Κώστας Φαλτάϊτς δημοσίευσε στο βιβλίο του με τίτλο «Αυτοί είναι οι Τούρκοι – Αφηγήματα των σφαγών της Νικομήδειας», μέρος των συνεντεύξεων-μαρτυριών που έχει συγκεντρώσει από τους επιζήσαντες (κυρίως Έλληνες, αλλά και Αρμένιους) κατά το διάστημα που βρέθηκε στην Νικομήδεια.

Πρέπει να τονιστεί ότι οι συνεντεύξεις αυτές πάρθηκαν στις αρχές του 1921 και αφορούσαν τις σφαγές του 1919 και 1920. Κάποιες από αυτές είχαν ήδη δημοσιευθεί στο «Εμπρός» στα μέσα του 1921, πριν δηλαδή την έκδοση του «Αυτοί είναι οι Τούρκοι», αλλά και περίπου έναν χρόνο πριν την έκδοση το 1922 της έκθεσης Τόινμπι, η οποία χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον (και συνεχίζει και σήμερα να χρησιμοποιείται) για την υποστήριξη των θέσεων της Τουρκίας περί θηριωδιών από την πλευρά του Ελληνικού Στρατού.

Το 1922 το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε στα γαλλικά και κυκλοφόρησε και στην Ευρώπη, επανεκδόθηκε το 1923 επίσης στα γαλλικά, ενώ σήμερα βρίσκεται υπό έκδοση στην αγγλική γλώσσα.
 Ο Κώστας Φαλτάϊτς συγκέντρωνε παράλληλα υλικό για ένα άλλο βιβλίο, στο οποίο προσπαθούσε μέσα από δημοσιεύματα στον ελληνικό και ξένο τύπο, από τηλεγραφήματα, από επίσημες πηγές και από τις πληροφορίες που ο ίδιος είχε συγκεντρώσει ως πολεμικός ανταποκριτής που κάλυπτε την μικρασιατική εκστρατεία, να εντοπίσει τι ήταν αυτό που οδήγησε στην Μικρασιατική Καταστροφή. 

Το βιβλίο αυτό δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και παραμένει σε χειρόγραφες σημειώσεις του στο αρχείο του Λαογραφικού Μουσείου Φαλτάϊτς στην Σκύρο.

Με αφορμή την επέτειο της Μικρασιατικής Καταστροφής, θα παρουσιάσουμε τις επόμενες ημέρες δημοσιεύματα του Κώστα Φαλτάϊτς από την εφημερίδα «Εμπρός», αλλά και σελίδες από το ημερολόγιό του, που βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας.






 «Η μαύρη βίβλος της Νίκαιας»

Εφημερίδα «Εμπρός», 17 Απριλίου 1921

«ΚΙΟΣ Απρίλιος. Κατώρθωσα να συγκεντρώσω από τον μόνον επιζήσαντα κάτοικον της Ελληνικής Νικαίας, ονομαστικόν κατάλογον των σφαγιασθέντων Ελλήνων κατοίκων της υπό των Τούρκων κατά τον παρελθόντα Αύγουστον. Επειδή ούτε η μητρόπολις Νικαίας, ούτε ουδεμία άλλη Αρχή εφρόντισε να μάθη τα ονόματα των τόσω φρικιαστικώς εντός δυο σπηλαίων σφαγέντων κατοίκων, νομίζω ότι επιβάλλεται και σήμερον ακόμη, αν και παρήλθον αρκετοί μήνες, η δημοσίευσις των ονομάτων των μαρτυρικών τούτων θυμάτων. 

Το γεγονός άλλως τε του σφαγιασμού εντός ολίγων ωρών όλων ανεξαιρέτως των κατοίκων μιας πόλεως είνε από τα μοναδικώτερα που έχουν να μας παρουσιάσουν τα χρονικά της ανθρώπινης θηριωδίας.

Ιδού τα ονόματα κατά οικογενείας.
… (αναφέρονται τα ονόματα των μελών 88 οικογενειών)

Υπάρχουν και άλλαι ακόμη σφαγιασθείσαι οικογένειαι των οποίων όμως τα ονόματα δεν κατορθώσαμεν να συγκεντρώσωμεν.

Κ. ΦΑΛΤΑΪΤΣ